Από τον Κυριάκο Π. Λουκάκο, επίτιμο πρόεδρο της «Ενώσεως Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών» (έτος ιδρύσεως 1928)
Τα πολλά νέα έργα και παραγωγές, που ακρίτως αναγγέλλονται από τον προωθητικό μηχανισμό της δημοσιότητάς τους ως «αριστουργήματα», μετρίαζαν τις προσδοκίες μας για την επίσημη πρεμιέρα αυτού που υπέγραφε, ως συγγραφέας, ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Jean Paul Denizon, ιδιαίτερα οικείος από τη συνεργασία του με τον Peter Brook (πρβλ. αντί άλλων τίτλους όπως La tragédie de Carmen και The Mahabharata). Εδώ και χρόνια ο διάσημος Γάλλος έχει αποκτήσει φιλόξενη Ελληνική έδρα στον χαμηλών τόνων, αλλά μεστό ουσίας «πολυχώρο» ΕΚΣΤΑΝ. Τον ίδιο που φιλοξένησε μιαν εντυπωσιακή διδασκαλία του για το έργο «Οι Καρέκλες» του Ευγενίου Ιονέσκο. Διδασκαλία, η οποία βραβεύθηκε, στις 18 Φεβρουαρίου 2019, με το Βραβείο Διεθνούς Ρεπερτορίου των Κριτικών Θεάτρου της Ενώσεως Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών (έτος ιδρύσεως 1928 – προσοχή στις απομιμήσεις!), στο πλαίσιο της από του έτους 1996 κοινής διοργάνωσης των Βραβείων «Κάρολος Κουν» και των «Βραβείων Κριτικών» 2018, σε συνεργασία του ιστορικού Σωματείου με τον Οργανισμό .Πολιτισμού .Αθλητισμού & .Νεολαίας Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ).
Ούτε όμως αυτή η ευμενής δημοσιότητα μάς προετοίμαζε για την κλάση του δικού του θεατρικού έργου, το οποίο, τιμητικά για τη χειμαζόμενη πρωτεύουσά μας, ο Ντενιζόν παρουσίασε και δίδαξε με πρωταγωνιστές, όπως και για τις «Καρέκλες», τον Γιάννη Σταματίου και την Ελένη Παπαχριστοπούλου, παλαιούς του συνοδοιπόρους πλάι στον Μπρουκ. Γιατί το διαρκείας 100 περίπου λεπτών θεατρικό διέθετε όλες τις ποιότητες που συνήθως απουσιάζουν διεθνώς από νέες δημιουργίες. Παρά το χωρίς αλλαγές, στατικό σκηνικό ενός μικρού αστικού διαμερίσματος, η ιστορία που αφηγείται ο Ντενιζόν, χωρίς δεσμεύσεις χώρου και χρόνου, σε κρατά καθηλωμένο σε όλη τη διάρκεια τής χωρίς διάλειμμα παράστασης, ενισχυμένη γλυκόπικρα αλλά διακριτικά από την ατμοσφαιρική μουσική του Γιάννη Ιωάννου.
«Η περαστική» επανεμφανίζεται ξαφνικά για να διαταράξει την επίπλαστη γαλήνη του προ μέχρι προ 20 ετών συντρόφου της. Ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι ο χωρισμός υπήρξε επώδυνος και ανακαλύπτει σταδιακά όχι μόνο τα ίχνη της παλιάς προσωπικής ακύρωσης του αμυνόμενου άνδρα και τη δειλή, αρχικά, και εντονότερη σταδιακά διεκδίκηση της γυναίκας, αλλά και τα στοιχεία που δημιούργησαν το χρονικά απώτερο τέλος της σχέσης τους. Ο συγγραφέας επιδεικνύει υπομονή στη δόμηση της πλοκής και με αριστοτεχνική δοσολογία αξιοποιεί όλες τις μαιευτικές τεχνικές της αρχαίας τραγωδίας, συμπεριλαμβανομένης και μιας λειτουργικά κομβικής όσο και προκλητικά αδιόρατης τραγικής ειρωνείας. Πάνω από όλα αναπτύσσει χωρίς προφανή επιτήδευση προβληματική ψυχολογίας βάθους των χαρακτήρων του, που ούτε στιγμή δεν ευτελίζεται σε διδακτικό στόμφο. Η νεανική προδοσία της γυναίκας και η ανήκεστη βλάβη στην εμπιστοσύνη του άνδρα βρίσκει τη συμμετρία της στη δική της αδυναμία να τον πείσει για την ειλικρίνειά της, ακόμη κι όταν επιστρέφει για να του εμπιστευθεί το «τελευταίον εκβάν» του επικείμενου θανάτου της. Δεν θα το κάνει όμως, τουλάχιστον σε εκείνον. Έτσι η αγάπη, που ο θεατής διαπιστώνει ότι δεν έσβησε, αποδεικνύεται ανίσχυρη μπρος στον εγωισμό της παράλληλης άμυνάς τους. «Εκείνου», για να μην διακινδυνεύσει την οδύνη μιας νέας εγκατάλειψης, και «εκείνης», προκειμένου να μην αλλοιώσει ο οίκτος το κίνητρο μιας επανένωσης.
Ο Ντενιζόν στήνει ένα συνεχές και λεπτά δουλεμένο παιχνίδι ανολοκλήρωτων κορυφώσεων εξομολογητικής υφής, που όμως παραμένουν απρόσφορες για μιαν αισιόδοξη έκβαση της υποβόσκουσας τραγωδίας. Μια τραγωδία εσωτερικά κατακερματισμένων ανθρώπων που αδυνατούν να συγκροτήσουν το όλον ενός συμβολικά διχοτομημένου αρχαιοελληνικού γλυπτού που νεαροί εραστές είχαν συναποκομίσει ως υπόσχεση κοινού τέλους από το σχεδόν συμβολικό ταξίδι στην ουτοπική Ελλάδα της ανεπηρέαστης από σταθμίσεις νεανικής μέθης τους. Μια τραγωδία λοιπόν χωρίς κάθαρση, μαρτυρία αδιεξόδων που η προχωρημένη ωριμότητα ηλικίας και εμπειρίας εμποδίζει καθοριστικά την υπέρβασή τους. Ένα παιχνίδι από μικρές σημειακές νίκες, όπου κανείς από τους δύο δεν αποτολμά τη δυνητικά λυτρωτική γενναιόδωρη χειρονομία απέναντι στον άλλον. Θα μπορούσε άραγε; Όπως κάθε σημαντικό έργο, «Η Περαστική» του Ντενιζόν θέτει τα ερωτήματα, δεν διεκδικεί όμως την απάντησή τους. Και αυτά παίρνει μαζί του ο σιωπηλός μάρτυράς τους, αναλύοντας ενδεχόμενα και τροπές πολύ μετά την έξοδο από την αίθουσα.
Με το κύρος της διδασκαλίας του ίδιου του συγγραφέα, οι δύο Έλληνες ηθοποιοί του χάρισαν συγκλονιστικές ερμηνείες. Ο Γιάννης Σταματίου έπεισε ως ο διανοούμενος με την οργανωμένη σκέψη και τον συναρπαστικό λόγο που τον καθιστούν ίνδαλμα της ισόβιας αγαπημένης του, αλλά και θύμα του αμυντικού εγκλεισμού που συγκροτεί με αυτά. Η απαγγελία, η άρθρωση, το σαρκαστικό μέγεθος των λογιδρίων του θα μάς μείνει αλησμόνητο. Πιο υπαινικτικός και ίσως γι’ αυτό πιο ακανθώδης αναδεικνύεται ο ρόλος που επωμίσθηκε η Ελένη Παπαχριστοπούλου, επειδή απαιτούσε υπομονετική κλιμάκωση και χαμηλότονες εξάρσεις, που η εκλεκτή ηθοποιός εμπλούτισε με τη δική της ξεχωριστή προσωπική και -γιατί όχι- ιδεοτυπικά Ελληνική θέρμη.
«Επιδιώκω απλά την ψυχαγωγία του θεατή», μάς αποκάλυψε σε προσωπική μας στιχομυθία ο σκηνοθέτης και συγγραφέας στον φορτισμένο απόηχο της παράστασης, για να συμπληρώσει, προκαλούμενος από εμάς, ότι την εννοεί με όλες τις υψηλές παραμέτρους που περιλαμβάνει η αρχαιοελληνική αντίληψη γι’ αυτήν. Μάς είχε ήδη πείσει περί αυτού με το έργο του και γι’ αυτό επιμένουμε στην πεποίθησή μας ότι αυτή «Η Περαστική» ήλθε για να μείνει…