ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ (NICOLA ZACCARIA) – Μια «εκ βαθέων» αποκλειστική συνέντευξη στον Αλέξη Σπανίδη
Με την ευκαιρία της «Αΐντα» τού Βέρντι στο Teatro alla Scala (Serata d’ Inaugurazione τής καλλιτεχνικής περιόδου 1956/1957, παράσταση τής 7ης Δεκεμβρίου1956)
ΑΛΕΞΗΣ ΣΠΑΝΙΔΗΣ: Μιλήστε μας για την Αΐντα στη Σκάλα του 1956. Μου είπατε πως τον ρόλο του Ρανταμές δεν ήθελε να τον κάνει ο [Giuseppe] Di Stefano αλλά τον πίεζε ο [Victor] De Sabata, και η δικαιολογία που βρήκε ήταν γιατί έτρεμαν τα γόνατά του από το άγχος και θεωρούσε γελοίο έναν πολεμιστή να φοράει φουστίτσα και να φαίνονται τα γόνατά του να τρέμουν.
ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Η διανομή του έργου προέβλεπε να κάνει ο [Nicola] Rossi-Lemeni τον Ράμφι και εγώ τον Βασιλιά. Όπως όμως ξέρετε στην «Αΐντα» και ο Βασιλεύς και ο Ράμφις, ο αρχιερεύς δηλαδή, είναι ρόλοι στατικοί και εκεί μόνο η φωνή μετράει. Το 1956 που η δική μου η φωνή τότε ήταν ας πούμε στις ωραιότερες ηχητικές της δόξες, ο Ρόσσι-Λεμένι ήταν φίλος μου, είπε στη διεύθυνση της Σκάλας «εγώ δεν έχω την ποιότητα που έχει ο Nicola Zaccaria και στον ήχο θα είναι καλύτερος ο Βασιλιάς από το Ράμφι» και δεν τον έπαιξε, οπότε έκανα εγώ το Ράμφι και ο Silvio Maionica έκανε το Βασιλιά , όπως άλλη μια φορά ο Ρόσσι-Λεμένι είπε στον [Tullio] Serafin (γιατί είχε παντρευτεί την κόρη του Σεραφίν), τού είπε «θα πάρεις αυτόν τον νέο τραγουδιστή στην Αΐντα».

Στην «Αΐντα» ευρέθηκα και εγώ από άλλο ρόλο που μου είχαν υπολογίσει διότι ο πρώτος μου δίσκος [της ΕΜΙ] ήταν ο Βασιλιάς με [Maria] Callas, [Fedora] Barbieri, Richard Tucker, Tito Gobbi, έτσι, λοιπόν κάνω τον βασιλιά και κάνει ο [Giuseppe] Modesti τον Ράμφι, αυτός είναι ο πρώτος δίσκος που έκανα, τώρα όμως γύρισαν τα πράγματα και έκανα Ράμφι, αλλά αυτό που θέλω να σας πω επειδή είπαμε για τη φωνή και ότι έτρεμε ο Ντι Στέφανο, εγώ δεν έπρεπε να τρέμω που για πρώτη φορά στη ζωή μου έκανα αυτόν τον ρόλο;
Προσέξτε αυτό είναι η αλήθεια και όποιος τραγουδιστής το ακούει θα με καταλάβει, υπάρχει η περίφημη σκηνή του ναού που ο μπάσος ξεκρέμαστα πρέπει να δώσει στη φράση «Folgore! Mοrte!» ένα φα νατουράλε και δεν σε σκεπάζει τίποτα εκεί πέρα, δεν έχεις την ορχήστρα, είσαι τελείως γυμνός.
Εκτός από τον «Ριγκολέττο» και την «Λουτσία» όλους τους άλλους ρόλους τους έκανα πρώτη φορά στη Σκάλα ή σε άλλα θέατρα. Μέσα στη θέατρο ήταν η γυναίκα μου, η οποία και αυτή συνέπασχε μαζί μου, ήξερε το φόβο που έχω, τα χέρια τα παγωμένα, κανένας τραγουδιστής δεν θα βγει στη σκηνή και να είναι τα χέρια του φυσιολογικά, όπως και ο [Ezio] Frigerio, ο οποίος ήταν και σκηνοθέτης και με παρακολουθούσε, γιατί εκτός απ’ τη σκηνοθεσία ήξερε μουσική, ήτανε βοηθός του [Arturo] Toscanini, ήτανε πάνσοφος αυτός ο άνθρωπος! Και βγαίνω λοιπόν με το ελληνικό θάρρος και με τη δύναμη της νεότητος που τα βλέπει όλα εύκολα , και άντε, θα το πω και αυτό και θα γίνει, και έκανα το πρώτο φα που έδωσα σε κόσμο, ήτανε στη Σκάλα του Μιλάνου, έχω δε ως μαρτυρία της βραδιάς αυτής τον γνωστό ηθοποιό, τον Νίκο Τζόγια, ο οποίος άκουγε την μετάδοση απ’ την RAI και μετά που με είδε εδώ και όλοι οι φίλοι, ξέρω που άκουγαν, με συνεχάρησαν. Ήτανε λοιπόν μια «Αΐντα» εξαιρετική, γιατί όλες οι φωνές τότε ήτανε φρέσκιες. Μαέστρος ήταν ο [Antonino] Votto, η ορχήστρα της Σκάλας, η σκηνοθεσία, τα σκηνικά του Piero Zuffi, που έβγαινες και έβλεπες πίσω ένα απέραντο διάδρομο στο ναό και νόμιζες πως βρίσκεσαι πράγματι σε μια πεδιάδα της Αιγύπτου, ας πούμε από αυτές που βλέπουμε στο σινεμά. Μια παράσταση η οποία τώρα είμαι ευτυχής που αποτυπώθηκε σε δίσκους και θα μείνει να υπάρχει.
Α.Σ.: Μα και ο ίδιος ο Ντι Στέφανο γράφει μέσα στο δίσκο ότι είναι από τις πιο σημαντικές του παραστάσεις!
Ν.Ζ.: Ναι, ο Ντι Στέφανο αυτή η θεία φωνή, πραγματικά και πόσες παραστάσεις δεν έκανε!
Α.Σ.: Ευτυχώς στην εποχή μας τουλάχιστον είχαμε τον Ντομίνγκο, τον Ντι Στέφανο και τον Παβαρόττι τουλάχιστον τρεις πολύ μεγάλα ονόματα.
Ν.Ζ.: Ακριβώς, Η ποιότης τής φωνής του Ντι Στέφανο ήτανε μοναδική, είδατε τι λέγαμε πριν, είναι οι φωνές αυτές οι οποίες σου περνάνε το δέρμα δραματικά. Του Ντι Στέφανο η φωνή σου πέρναγε το δέρμα ρομαντικά, ψυχολογικά, ήτανε ο Εραστής, ήτανε ο Μάριο Καβαραντόσι που τον σκοτωνότανε για την αγάπη του, ήτανε στη «Fedora» [τού Umberto Giordano], και τι δεν τραγούδησε ο Pippo, μα δεν υπάρχει σύγκριση, δεν ξέρω, ας με συγχωρέσουν όλοι! Από τους βαρυτόνους ας πούμε εμένα στην ψυχή μου είναι ο [Ettore] Bastianini, που κάναμε τις παραστάσεις αυτές, από τους τενόρους είναι ο Πίπο, ήτανε και ο [Mario] Del Monaco, είδατε τι λέγαμε, άλλο το είδος του Ντελ Μόνακο και άλλο το είδος του Ντι Στέφανο.
Α.Σ.: Ο ρόλος λοιπόν του Ράμφι που κάνετε, τι φωνητικές δυσκολίες έχει για τον ερμηνευτή;
Ν.Ζ.: Ακριβώς, είναι ένας ρόλος ο οποίος δεν σου δίνει την ικανοποίηση να έχεις κάποια άρια να σε χειροκροτήσει το κοινό όπως ο Μπάσος [σ.σ. Cirillo] στη «Φεντόρα», είναι ένας ρόλος που στην πρώτη πράξη έχει μία άρια πάρα πολύ ωραία που συγκινεί το κοινό, εδώ δεν έχεις τίποτα άν δεν πεις καλά αυτό το «Folgore! Morte!» χάθηκες, αν το πεις καλά «Α, τι ωραία που το είπε» θα πει ο κόσμος και οι φίλοι ας πούμε της όπερας που πάνε εκεί, οι φανατικοί. Αν το πεις άσχημα αυτό, κάηκες. Επίσης είναι η πολύ δύσκολη σκηνή του δικαστηρίου στο τέλος που τραγουδάς από μέσα, και να γελάσουμε, εάν μου πείτε να σας πω τον «Wozzeck», τώρα το θυμάμαι απ’ έξω, πολλές σελίδες της παρτιτούρας, αλλά ποτέ μου δεν τραγούδησα το «Radames!Radames!» χωρίς να έχω το σπαρτίτο μπροστά μου, μπορείτε να το φανταστείτε; Και όχι μόνο εγώ, αλλά και άλλοι συνάδελφοι. Είναι η συνήθεια! Ξέρεις ο καλλιτέχνης είναι και προληπτικός. Είναι ίσως και αυτό μια πρόληψη, η οποία γεννάται αυτόματα, επειδή είσαι μέσα και έχεις την ευκαιρία να κρατάς το σπαρτίτο. Το «Requiem» του Verdi το ξέρω να σας το τραγουδήσω απ’ έξω, την Ενάτη Συμφωνία, την Λειτουργία [σ.σ. Missa Solemnis]του [Ludwig van] Beethoven, στη σκηνή θέλω πάντοτε να έχω μπροστά μου το σπαρτίτο, είναι κάτι πράγματα περίεργα.
Λοιπόν, έχω κάνει πολλές «Αΐντες» και στη Νότιο Αφρική και στο Ντάλας και στη Νάπολη. Στη Νάπολη τραγουδούσαν ο Pier Miranda Ferraro, η Elena Souliotis, (η Έλενα Σουλιώτης καταπληκτική Αΐντα) , ο Enrico Campi έκανε τον Βασιλιά, ο Γκουέλφι έκανε τον Αμονάσρο και μία μέτζο–σοπράνο, ήταν μια Ουγγαρέζα, έφυγε και μετά ήρθε μια άλλη, δεν θυμάμαι ακριβώς το όνομα της, και διηύθυνε ο [Nicola] Rescigno στο καλοκαιρινό της Νάπολης. Έχω κάνει πολλές «Αΐντες» και στη Σκάλα με τον [Carlo] Bergonzi, και στην Αμερική επίσης.
Είναι ένα έργο που ο μπάσος πρέπει να είναι καλός, η Αΐντα αλλά και ο Messaggiero (Αγγελιοφόρος) να έχει φωνή να παρουσιαστεί να πει τα λόγια που λέει, είναι πολύ ενδιαφέροντα αυτά, δηλαδή απαιτεί το έργο να είναι και οι πέντε οι καλλιτέχνες εξαιρετικοί. Πρέπει και ο βαρύτονος να είναι θεόρατος και ο τενόρος και η μέτζο-σοπράνο στη τελευταία πράξη, Παναγία βόηθα, γι’ αυτήν είναι πάρα πολύ δύσκολο, πρέπει να έχει φωνή, διπλή φωνή ας πούμε, για να αντιμετωπίσει την ορχήστρα και να περνάει πάνω απ’ την ορχήστρα, είναι φοβερό πραγματικά.
Α.Σ.: Πέστε μου κάτι, η ενορχήστρωση στην όπερα αυτή έχει προβλήματα για τις φωνές;
Ν.Ζ.: Ασφαλώς και έχει, διότι είναι οι τρόμπες από κάτω , πραμ πραμ πραμ πραμ πραμ πραμ, πώς θα αντιμετωπίσει η μέτζο-σοπράνο που πετιέται με το λάβαρο “di mia man ricevi o duce..”, εκεί πρέπει να περάσει η φωνή…
Α.Σ.: … να σφυροκοπεί!
Ν.Ζ.: Ακριβώς, να σφυροκοπεί, πολύ σωστή έκφραση, να χτυπάει η φωνή της, αλλά εξαρτάται και από το διευθυντή ορχήστρας από κάτω, αν αυτός δεν έχει το συναίσθημα ότι από πάνω είναι φωνές που αγωνίζονται να περάσουνε τον όγκο της ορχήστρας, τότε τους χαντακώνει και πρέπει αυτή η φωνή μετά να αρχίσει να κάνει και το Μπελκάντο μέσα.
Α.Σ.: Αυτό το πρόβλημα το είχατε εσείς ποτέ σε θέατρα μεγαλύτερα από τη Σκάλα;
Ν.Ζ.: Ναι, εγώ θα σας πω κάτι, έχω τραγουδήσει και στο Σαν Κάρλο στην Νάπολη, που είναι μεγαλύτερο από τη Σκάλα, και στο Παλέρμο, που είναι επίσης μεγάλο θέατρο, όταν κάναμε την «Μήδεια» [του Luigi Cherubini] στο Ντάλας το auditorium αυτό χώραγε 4.500 χιλιάδες θεατές, εις δε το Κρεμλίνο στη Μόσχα, που κάναμε την «Turandot» και έκανα και ένα ρεσιτάλ! Ήταν η [Gabriella] Tucci, ο [Luciano] Pavarotti, ήμαστε πολλοί, είχε 6.500 χιλιάδες θέσεις. Εκεί γινόντουσαν τα συνέδρια του κομμουνιστικού κόμματος και είχανε βάλει ένα σύστημα, το οποίο βέβαια δεν αλλοίωνε τις φωνές, αλλά έδινε τον ήχο σε όλη αυτή την τεράστια αίθουσα, υπήρχε δηλαδή μηχανική επέμβαση για τον ήχο, παίζει όμως ρόλο ο διευθυντής ορχήστρας να βοηθήσει, αν χτυπάει από κάτω τις γκρανκάσες και τις τρόμπες πάει ο τραγουδιστής…
Α.Σ.: Αυτό σας το λέω γιατί πολλές φορές ακούμε ή βλέπουμε παραστάσεις σε μεγάλα θέατρα, τα οποία ίσως δεν είναι φτιαγμένα για τέτοιου είδους ρεπερτόριο, ξεχνάει ο κόσμος ότι ο Βέρντι, ο Ροσσίνι, ο Μπελλίνι δεν ήτανε για θέατρα πέντε και έξι χιλιάδων ανθρώπων με τεράστιες σκηνές, σήμερα κυρίως με τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζουν τα θέατρα δεν υπάρχουν τα αγάλματα, τα διακοσμητικά όλα αυτά τα οποία απορροφούν και αντανακλούν τον ήχο.
Ν.Ζ.: Εγώ δεν μπορώ να αντικρίσω όπερα και έξω και μέσα χωρίς να έχει το κλασικό στυλ που ξέρουμε πώς είναι η Σκάλα, το καινούριο θέατρο των Παρισίων, δεν το συζητάμε καθόλου, αυτό είναι εφιαλτικό. Αλλά θέλω να σας πω όπου να πας τα θέατρα έξω, και το Ντάλας, εκεί θα γυρίσω πάλι, που το έφτιαξαν, μετά μίκρυναν την αίθουσα, έκαναν καλύτερα καθίσματα και έγινε πιο θέατρο, πιο ανθρώπινο, έχασε κάπου δεν ξέρω χίλιες θέσεις, το θέατρο δεν μπορεί να παίρνει περισσότερο. Η Μετροπόλιταν παίρνει τρεις και κάτι χιλιάδες, έχει ύψος μεγάλο, αλλά ηχητικά είναι καλή, ο ήχος στην Μετροπόλιταν βέβαια δεν είναι τόσο ευχάριστος, όπως είναι να τραγουδάς στη Σκάλα, η φωνή για μένα τουλάχιστον -και για όλους τους συναδέλφους- γυρίζει και την ακούς, όταν εκπέμπεις τον ήχο σούρχεται στα αυτιά, δεν χάνεται και ελέγχεις και την ποσότητα της αναπνοής σου, ελέγχεις και τον τρόπο που θα τραγουδήσεις, εφόσον βέβαια κατέχεις τον ρόλο καλά και είσαι ήρεμος πως δεν έχεις δυσκολίες .
Α.Σ.: Αυτό που λέμε ότι θέλω να ακούω τη φωνή μου είναι πολύ σημαντικό!
Ν.Ζ.: Βέβαια, δεν έχετε παρατηρήσει, δεν θα ονοματίσω , πολλούς συναδέλφους που έχουν φωτογραφηθεί σε ώρα ηχογραφήσεων για δίσκους που βάνουν το χέρι στο αυτί δεξιά, γιατί συνήθως τα στούντιο, τα καθαυτό φτιαγμένα, δεν αφήνουν τον ήχο να πολλαπλασιαστεί μέσα, είναι μουγκά που λένε και ο τραγουδιστής, για να ακούσει τη φωνή του, βάνει το χέρι στο αυτί, εδώ πίσω. Σε πολλές φωτογραφίες θα δείτε πολλούς συναδέλφους, καιi μεγάλους συναδέλφους, που βάνουν το χέρι στο αυτί!
Α.Σ.: Μου είχατε πει για τα σκηνικά της «Αΐντας» στη Σκάλα ότι ήταν πάρα πολύ όμορφα και σου έδιναν την αίσθηση αυτή της πυραμίδας του Χέοπα. Εσάς πώς σας φαίνεται αυτή η μανία η σημερινή των σκηνογράφων και των σκηνοθετών να κάνουν ό,τι τους κατέβει άσχετο με το έργο κατά κανόνα και όλες αυτές οι δήθεν μοντέρνες σκηνοθεσίες ;
Ν.Ζ.: Θα μου επιτρέψετε να πω κάτι που το είπα κι άλλες φορές, αλλά ας τ’ ακούσουν αυτό! Δυστυχώς δεν υπάρχουν τα μουσικοδικεία, έπρεπε να υπάρχουν δικαστήρια που να τους καλούνε αυτούς τους κυρίους, οι οποίοι είναι και η δύναμη των αδυνάτων, έχει γίνει μια κομπανία από διαφόρους ψευτοκουλτουριάρηδες οι οποίοι ας πούμε λένε θα κάνω εγώ αυτό, θα κάνω το άλλο… Τι θα κάνεις μωρέ, όταν πιάσεις ένα σπαρτίτο και το διαβάσεις, συν τω χρόνω ξέρεις την εποχή που γράφτηκε το έργο, την υπόθεση του έργου, γιατί τα περισσότερα είναι από μεγάλους συγγραφείς τα έργα αυτά παρμένα και φτιαγμένα, θα βάλεις εσύ χέρι στον Σαίξπηρ ή στον Σίλερ, τι θα βάλεις βρε, και σου παρουσιάζουν κάτι σκηνές κάτι πράγματα φοβερά και, εάν μεν είναι ο μαέστρος όνομα και χαρακτήρας, που τον στέλνει στο διάολο και ξεμπερδεύεις, πάει καλά, εάν όμως όχι , και ούτε ο διευθυντής ο καλλιτεχνικός ή ο υπεύθυνος διευθυντής δεν αναλάβει να του πει «κύριε, σας παρακαλώ πηγαίνετε», αυτό είναι η τελευταία λέξη ας πούμε στην εξέλιξη μιας κακής περίπτωσης. Αλλά πρέπει να ξέρει ποιον παίρνει να του κάνει τα σκηνικά ή τη σκηνοθεσία ενός έργου και να μην τον αφήνει να κατεβάζει τις ιδέες που του έρχονται αυτού γιατί έτσι το θέλησε Η παράδοσις είναι παράδοσις ό,τι και να γίνει δεν αλλάζει!
Α.Σ.: Νομίζω ότι κάπου αυτό χάνει την αίσθηση του έργου και κουράζει και τους τραγουδιστές, να κάνουν πράγματα που δεν υπάρχει λόγος να τα κάνουν και δεν προσθέτουν κάτι.
Ν.Ζ.: Μην νομίζεις πως έχετε ένα αγγελούδι μπροστά σας, με την ταπεινή μου δύναμη που είχα, πολλές φορές είχα τέτοιου είδους συζητήσεις με σκηνοθέτες. Μια φορά εις το Γιοχάνεσμπουργκ έκανα τον «Don Carlo»! Λοιπόν, ήρθε ο σκηνοθέτης, εγώ άκουγα ό,τι έλεγε, ήταν από το Αγγλικό Θέατρο αυτός, νομίζω το Βασιλικό Θέατρο του Λονδίνου, και ήρθε να μου δείξει πως θα πω την άρια! Του λέω, σας παρακαλώ, όλα τα άκουσα εδώ, είμαι μόνος μου, αφήστε με να την πω όπως την νιώθω και όπως μου έρθει στη σκηνή απάνω, και , του κακοφάνηκε, τον προσέβαλα που είπα αφήστε με να την κάνω μόνος μου, διότι αυτό που θέλω να τονίσω επίσης, ο σκηνοθέτης σου δίνει μια γραμμή έχω κάνει και με τον [Lucchino] Visconti και με την [Margherita] Wallman και με τον [Herbert] Graf, με πολλούς σκηνοθέτες μεγάλους, με τον [Franco] Zeffirelli, ο Θεός να φυλάει, σου δίνει μια γραμμή και, την ώρα που εσύ ερμηνεύεις, αυτός βλέπει και εγκρίνει κάτι που κάνεις αν πηγαίνει ή αν δεν πηγαίνει έτσι! Εμένα μου λέει ο [Αλέξης] Μινωτής, όταν κάναμε τη «Μήδεια», στο Λονδίνο μετά το Ντάλας, «βρε Νίκο, κι εσύ και η Μαρία [Κάλλας] σου, στη δεύτερη πράξη που αρχίζει, μου έχετε χαλάσει όλες τις γραμμές, ενώ ο [Jon] Vickers κάνει τα ίδια βήματα»! Του είπα «άκου να δεις, πάρτο το σπαρτίτο του Βίκερς», ο οποίος με την αγγλοσαξονική πειθαρχία του είχε σημειώσει στις νότες από κάτω και τα βήματα! Εγώ δεν το έκανα αυτό ποτέ, βέβαια δεν γύριζα τις πλάτες μου στην Κάλλας ή όταν τραγουδούσα θα γύριζα εγώ τις πλάτες στο κοινό σε μια στιγμή, είναι θέμα η μουσικότητα, είναι η ερμηνευτική δυνατότης του έργου να την έχεις, ώστε να σώσεις και καταστάσεις καμιά φορά δυσάρεστες! Στη σκηνή απάνω δεν είναι όλα στάμπιλε, σε γύψο γραμμένα, γι’ αυτό πετυχαίνουνε! Θα έδειχνες εσύ ποτέ στον Ντι Στέφανο, να του πεις την ώρα που λέει «Μιμή!», την ώρα που ηχογραφούσαμε την «Μποέμ» και ήτανε ψυχρή ηχογράφηση στη Σκάλα μέσα, καλοκαίρι, και έλεγε αυτός «Μιμή, Μιμή!», εμείς είχαμε να ανατριχιάσει, ανατριχιάζω αυτή τη στιγμή που σας μιλάω, και έρχεται ένας της Columbia μέσα και λέει «troppo esagerato»! Με το «troppo esagerato», όλη η Ορχήστρα και όσοι είμαστε απάνω τού δώσαμε μία απάντηση, την οποία δεν μου επιτρέπεται να την πω τώρα, και έμεινε αυτό το φινάλε που ακούτε σήμερα του Πίπο! Άμα δεν μιλάει η ψυχή σου, τι διάολο δεν μπορεί να κάνεις αλλιώτικα!
H «Αΐντα» ήτανε μια παράσταση, όπως είπα, πάρα πολύ ωραία, η οποία επανελήφθη πολλές φορές και ξαναέγινε μετά από πόσα χρόνια με άλλη διανομή, ήτανε τότε ο Μπεργκόντζι μου φαίνεται, δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή, πάντως έχω κάνει πολλές «Αΐντες», και στη Νότιο Αφρική έκανα «Αΐντα», επίσης και στη Νέα Υόρκη και στο Ντάλας, μα πάντα πίστευα ότι θα έπρεπε ο ρόλος του ιερέα να είναι σχεδόν ίδιος με τής Αΐντα, είναι πρωταγωνιστές. Πρέπει να έχει έμφαση ο ρόλος του αρχιερέα, κατά κάποιο τρόπο ο Φαραώ στα χέρια του ήτανε παιχνίδι, βέβαια αυτός έλεγε αυτό θα κάνεις εκείνο θα κάνεις, δίκαζε, έδινε εντολές έτσι είναι.

Τώρα για το Φα να σας πω κάτι, για να γελάσουμε. Μια φορά ο μεγάλος μπάσος ο Έλληνας, ο [Μιχαήλ] Βλαχόπουλος, ήτανε σε περιοδεία στο Κάιρο και ήτανε βραχνιασμένος, είχε και το γιο του, ο οποίος μετά έγινε βιολοντσελίστας, ο αδελφός της Ζωίτσας τής Βλαχοπούλου, και αυτός έκανε το Βασιλιά μου φαίνεται ή κάποιο άλλο ρόλο, ή ήτανε στη χορωδία, και του λέει «την ώρα που θα είναι το «Folgore! Morte!», το Φα θα το πεις εσύ, γιατί εγώ δεν θα το βγάλω καλά» και το λέει αυτός και το είπε χάλια, το «έσπασε» το Φα, και γυρίζει και του λέει «το έλεγα και εγώ αυτό έτσι …»! Εγώ δεν ήμουν παρών, αλλά είναι γνωστά τα ανέκδοτα του «Ελληνικού Μελοδράματος».
Η ταυτότητα τής παράστασης
Αΐντα του Τζουζέππε Βέρντι με τους
Σίλβιο Μαγιόνικα (Βασιλιάς τής Αιγύπτου), Τζουλιέτα Σιμιονάτο (Αμνέρις), Αντονιέτα Στέλλα (Αΐντα), Τζουζέππε Ντι Στέφανο (Ρανταμές), Νίκος Ζαχαρίου (Ράμφις), Τζαντζάκομο Γκουέλφι (Αμονάσρο), Τζουζέππε Τσαμπιέρι (αγγελιοφόρος), Μιρέλλα Παρούτο (ιέρεια)
Χορωδία και Oρχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου
Μουσική διεύθυνση: Αντονίνο Βόττο



















































