του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Αδιαμφισβήτητο επίκεντρο προγραμματικού ενδιαφέροντος για το Φεστιβάλ Μπάυρώιτ 2017 αποτέλεσε η επιστράτευση του σκηνοθέτη Barrie Kosky, επί 12ετία ήδη καλλιτεχνικού διευθυντή της Komische Oper του Βερολίνου. Αυτοχαρακτηριζόμενος ως «Αυστραλιανό ομοφυλόφιλο καγκουρώ», ο Κόσκυ ουδέποτε απέκρυψε τις επιφυλάξεις του για τον Ρίχαρντ Βάγκνερ και ιδίως τους «Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης», το πολιτικά πλέον φορτισμένο και αμφίσημο έργο του. Οι επιφυλάξεις αυτές, ωστόσο, κάμφθηκαν από την δισέγγονη του συνθέτη, που επέτρεψε στο σκηνοθέτη να επιδιώξει ένα υποκείμενο της πλοκής επίπεδο ανάγνωσης των σκηνικών δρωμένων, προβάλλοντας παραλληλίες των χαρακτήρων της μεσαιωνικής αστικής τάξης των φιλότεχνων επαγγελματιών της Νυρεμβέργης με τους ενοίκους της Βίλλας Wahnfried και θέτοντας τους χαρακτήρες αυτούς και τους ιστορικούς υποβολείς τους προ της ετυμηγορίας ενός νέου δικαστηρίου εγκλημάτων πολέμου τύπου Νυρεμβέργης για τη συμβολή τους στον ενεργητικό αντισημιτισμό και τις εκατόμβες που ακολούθησαν. Κρίσιμη για αυτό το σημαντικό εγχείρημα αντιπαράστασης με την ιστορία υπήρξε η διαδεδομένη αντίληψη πως ο σχολαστικός δημόσιος γραφέας της υπόθεσης Sixtus Beckmesser (Μαχαιρόρυγχος σε δική μας πρόχειρη ελληνική απόδοση του επωνύμου του) σάρκαζε τον διακεκριμένο κριτικό της εποχής Έντουαρντ Χάνζλικ, τον οποίο εσφαλμένα ο Βάγκνερ θεωρούσε Εβραίο. Πιο ακριβής, ο Κόσκυ ταύτισε τον Μπέκμέσσερ με τον όντως ιουδαϊκού θρησκεύματος αρχιμουσικό Χέρμαν Λέβι, πρώτο μαέστρο του «Πάρσιφαλ». Αυτός είχε επιχειρηθεί να παρακαμφθεί -με ανοίκειες επί χάρτου εκφράσεις-από το περιβάλλον του Βάγκνερ, ο οποίος παρεμπιπτόντως αντιστοιχήθηκε επί σκηνής, ως νεαρός, με τον επαναστάτη ιππότη Βάλτερ και, ως ώριμος, με τον κεντρικό πρωταγωνιστή και ιστορικό πρόσωπο Χάνς Ζαξ.
Το πρελούδιο της όπερας αναπαράστησε εικονογραφικά μια μέρα στην κατοικία Βάγκνερ, με παρούσα την Κόζιμα (μετέπειτα Εύα) και τον πατέρα της Φραντς Λιστ (μετέπειτα αθλοθέτη της κόρης του Φάιτ Πόγκνερ). Παρών στο σπίτι και ο Ιουδαίος Λέβι (μετέπειτα Μπέκμέσσερ) που όμως ήδη περιθωριοποιείται, αρχικά κωμικά και ανώδυνα, κατά τη διάρκεια ημερήσιας προσευχής. Από το περιώνυμο πιάνο της Βίλλας ξεπηδούν με τις μεσαιωνικές τους ενδυμασίες ο μαθητευόμενος Ντάβιντ, ο Βάλτερ και οι αρχιτραγουδιστές της πλοκής, με διακριτούς, ψιλοδουλεμένους χαρακτήρες. Λίγο πριν πέσει η αυλαία της α’ πράξης και μετά την πρώτη σύγκρουση Γραφέα και Ιππότη, κατέλαβε για πρώτη φορά τη σκηνή η αίθουσα του διεθνούς δικαστηρίου της Νυρεμβέργης. Αλλά και στο φινάλε της β’ πράξης, μετά την καταστροφική απόπειρα σερενάτας του Εβραίου που εμποδίζει ο Ζάξ – Βάγκνερ, η γενίκευση της μεσονύχτιας σύγκρουσης στην πόλη δεν περιορίζεται σε γραφικό καλοκαιριάτικο πανδαιμόνιο, αλλά προσλαμβάνει χαρακτηριστικά πογκρόμ, με τον Μπέκμέσσερ να γρονθοκοπείται ανηλεώς και να καλύπτεται από μια τεράστια φουσκωτή φιγούρα του «απεχθούς Εβραίου» των ναζιστικών φιλμ προπαγάνδας, που, ξεφουσκώνοντας, έστρεφε προς το μέρος του κοινού το αντιστοίχως υπερμέγεθες «αστέρι του Δαυίδ» της καλύπτρας του.
Η εμφάνιση του θύματος στην γ’ πράξη με σπασμένο χέρι, η κατ’ εξαίρεση παράλειψη επευφημίας σε αυτόν ως αρχιτραγουδιστή και η μετέπειτα τελική γελοιοποίησή του οδηγούν στο σοκ της συνοπτικής, «σηκωτής» απομάκρυνσής του από την αίθουσα, αλλοίμονο προς ένα μη αποκαλυπτόμενο αλλά πλέον ή βέβαιο προορισμό. Ακόμη και την τελική αυλαία του πρωταγωνιστή επιφύλαξε ο Κόσκυ στον διωκόμενο Εβραίο, λίγο μετά την τελική διακήρυξη του Ζαξ στους συμπολίτες του και την Ιστορία από το εδώλιο – πόντιουμ του Δικαστηρίου της.
Το μουσικό μέρος της παράστασης της 7ης Αυγούστου σκιάσθηκε από την αφωνία, στη δίωρη 3η πράξη, του Michael Volle ως Χανς Ζαξ, καλλιτέχνη εξοικειωμένου με ένα ρόλο που όμως ιδεωδώς απαιτεί βαθύτερη φωνητική τοποθέτηση της δικής του. Η παρθενική Εύα – Κόζιμα της Anne Schwanewilms αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη πλάι στον ακτινοβόλο Βάλτερ του Klaus Florian Vogt, τον εύηχο και μεστό Πόγκνερ του Günther Groissböck, τον «ληντερίστα» Daniel Behle ως Ντάβιντ, την πληθωρική Christa Mayer ως «κυρά της καρδιάς του» Μαγκνταλένε και τον εκφραστικό -αν και θολής άρθρωσης- Johannes Martin Kränzle ως «πρωταγωνιστή» Μπέκμέσσερ. Κορυφαία όπως πάντα η Χορωδία (Eberhard Friedrich) και η Ορχήστρα του Φεστιβάλ υπό τη ρέουσα, υποστηρικτική της σκηνής και έξοχα διαλεκτική διεύθυνση του Philip Jordan.