του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Η αποστροφή τού Βιργιλίου, που θέλει «όσους διασχίζουν τις θάλασσες» να «μεταβάλλουν ουρανό και όχι ψυχή», βρίσκει πολυδιάστατη δικαίωση στη βιοτική και καλλιτεχνική διαδρομή τού απατηλά γαλλώνυμου πιανίστα Jean – Louis Steuerman. Όχι απλώς επειδή ο γεννημένος σε μουσική οικογένεια τού Ρίο Ντε Τζανέιρο από πατέρα μετανάστη εκ Ρουμανίας σπούδασε τη μουσική από τα 4, πραγματοποίησε το ντεμπούτο του με (βραζιλιάνικη) ορχήστρα στα 14, μεταπήδησε με υποτροφία στο Ωδείο τής Νεαπόλεως στα 17 και κέρδισε 2ο βραβείο στον διαγωνισμό Μπαχ τής Λειψίας στα 23, αλλά και επειδή, έχοντας διανύσει τόσο γρήγορα την προσκυνηματική πορεία προς έναν παρόμοιου συμβολισμού προορισμό, διέχυσε στη συνέχεια τη δράση του κυριολεκτικά σε κάθε κατοικημένη γεωγραφική συντεταγμένη τού πολιτισμένου κόσμου μας: από τη Ζυρίχη ως το Μπίρμινχαμ, από το Βερολίνο ως το Λονδίνο, από τη Νέα Υόρκη έως το Τόκυο, από τη Βουδαπέστη ως τη Μόσχα και το Οπόρτο, από τη Ινδιανάπολη ως το Μπουένος Άιρες, από το Ελσίνκι ως την Αθήνα. Η ίδια αυτή απαράλαχτη μουσική ψυχή τον οδήγησε σε παρόμοια εξάπλωση διεκδίκησης ρεπερτορίου, από εκείνο των προδρόμων τού πιάνου ως τις παρυφές τής ηχητικά άναρχης εποχής μας! Ακόμη και οι αθηναϊκές εμφανίσεις του αποτάσσονται την μονομέρεια και την ειδίκευση, αν αναλογισθούμε συναυλία του στο Ηρώδειο με το κοντσέρτο για πιάνο τού Μπρίττεν υπό την διεύθυνση τού Βλαντιμίρ Ασκενάζυ, την σύμπραξή του με την ΚΟΑ (4/02/2022) για το κοντσέρτο τού Σούμαν υπό τον Λουκά Καρυτινό και, λίγες μέρες πριν συμπληρωθεί έτος, στις 28 Ιανουαρίου, την ατομική του συναυλία με συνθέσεις Μπαχ στο πλαίσιο των «Piano Days» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Στο πρόγραμμα 2 παρτίτες, οι ακροτελεύτιες τού τελευταίου κύκλου έξι έργων από τον μέγιστο των πολλών και άξιων μελών τής Οικογένειας, συνολικής διάρκειας ενός υψηλής πιστότητας δίσκου βινυλλίου ή ενός lunchtime concert του BBC. Και με έναν εκτελεστή αδιαμφισβήτητης δεξιοτεχνικής ευφράδειας, υπερβατικής τού ενίοτε απατηλά «απλού» τρόπου γραφής αυτής τής ωκεάνιας μουσικής. Η μουσικότητά του κατέγραψε τον απαιτούμενο βαθμό εσωτερίκευσης, ώστε η μεστή ερμηνεία να ανακύπτει με μαλακτική φυσικότητα και με ολοκάθαρη «στερεοφωνία» τού διακριτού ρόλου εκατέρου χεριού, ενώ η στοιχειώδης χρήση τού πεντάλ επέτρεπε στην παρτιτούρα να επωφελείται χωρίς κραυγασμούς από τη μεταφορά της σε πληκτροφόρο μεταγενέστερης εποχής από αυτή τής σύνθεσης. 39 χρόνια μετά την ηχογράφηση του, τα τέμπι του, στην ηχητική θαλπωρή τής αίθουσας «Δημήτρης Μητρόπουλος», παρέμειναν εύλογα και ανάλαφρα, απελευθερωμένα από μηχανιστικές εμμονές γι’ αυτή την ανεξάντλητη μουσική δήλωση.
Η «μελλοντολογία» τής 6ης παρτίτας εμπλούτισε δημιουργικά μιαν ανάγνωση βαρυσήμαντη κι όμως όχι βαριά, εύγλωττη αλλά ελάχιστα φλύαρη, πολυφωνική και ταυτόχρονα σαφή, με εμπεδωμένη ιδιοποίηση τής μουσικής ουσίας, ήδη από την εναρκτήρια toccata, που προοιωνίζεται τον ρομαντισμό. Ανεξίτηλη παραμένει η αδιόρατη μελαγχολία τής allemande πίσω από τον φαινομενικά ανέμελο χορευτικό ρυθμό της. Μια συναυλιακή εμπειρία κυριολεκτικού αναβαπτισμού στη «θεολογία» τού μουσικού έργου!