Μπαϋρώιτ 2017 – Από τον Πάρσιφαλ στον Τριστάνο

111

                                                                                             του Κυριάκου Π. Λουκάκου

Αν για μιαν εύλογη παραγωγή του «Parsifal» απαιτήθηκαν πολλά χρόνια πειραματισμών και η αποφυγή, την τελευταία στιγμή, άλλης μιας προαναγγελθείσας εκκεντρικότητας, η περιπέτειά της αναβίωσης αυτής σε σχέση με τους μαέστρους της δεν παρουσιάζει λιγότερο ενδιαφέρον. Λίγες μόλις εβδομάδες πριν από την πρεμιέρα της παραγωγής, το 2016, είχε αναχωρήσει από το Bayreuth, αιφνιδιαστικά όσο και αινιγματικά, ο προορισμένος γι’ αυτήν αρχιμουσικός Andris Nelsons. Αν και κληθείς κυριολεκτικά «Au pied levé», ο αντικαταστάτης του Hartmut Haenchen επιδόθηκε σε εξαντλητική  μουσικολογική έρευνα για τη αποκατάσταση της παρτιτούρας. Έλα όμως που λίγες μέρες μετά την εφετινή πρεμιέρα, που αναμεταδόθηκε από τη ραδιοφωνία, ο ίδιος αναγκάστηκε να παραχωρήσει προσωρινά τη θέση του, για την παράσταση της 5ης /08, στον σεβάσμιο Marek Janowski, αρχιμουσικό με έντονη και πολυετή εμπειρία στον Βάγκνερ, ο οποίος μολαταύτα πρωτοεμφανίσθηκε στο Festspielhaus μόλις το 2014, ομοίως ως αντικαταστάτης του  τότε απρόβλεπτα αποσυρθέντος Kirill Petrenko. Work-in-progress ή μήπως ένα (αρχι)μουσικό Game-of-Thrones;

  Όπως και για την Τετραλογία που είχε προηγηθεί, έτσι και για τον «Πάρσιφαλ», η παρουσία του Γιανόφσκι εμπλούτισε τον ειρμό της μουσικής και δραματικής ακολουθίας, ενώ καθησύχασε για ασφαλή στήριξη της διανομής των λυρικών ερμηνευτών. Εξέχουσα ανάμεσά τους αναδείχθηκε η Κούντρυ της Elena Pankratova, για την ομοιογένεια σε όλο το εύρος της τεσσιτούρας του ρόλου της, μουσικότατη, με κρυστάλλινη άρθρωση του κειμένου, χωρίς να προδίδει οποιαδήποτε από τις δυσχέρειές του. Ανεπίληπτος Γκούρνεμαντς και ο βαθύφωνος Georg Zeppenfeld, με σκηνικό δυναμισμό και υγιή εξαγγελία ενός μέρους που συγκροτείται από αφηγήσεις, διόλου πληκτικές αν υπηρετούνται από σφριγηλή και κατανοητή ιστόρησή τους. Παρόμοιες ποιότητες αδρότητας και υγείας είλκυσαν την προσοχή  και σε άλλους  υποσχόμενους  εκπροσώπους της υποχθόνιας φωνητικής ζώνης, όπως τον Derek Welton ως Κλίνγκσορ και τον KarlHeinz Lehner ως -επί σκηνής!- Τίτουρελ. Ο Ιρλανδός βαρύτονος Ryan McKinny διέθετε το υποκριτικό και φωνητικό κύρος, όπως και την εμφάνιση  που προϋποθέτει ο εικονογραφικός Αμφόρτας του Λάουφενμπεργκ, αλλά η άρθρωσή του συχνά πρόδιδε το βαγκνερικό έμμετρο λόγο.. Τέλος, ο τενόρος Andreas Schager, αξιοπρεπής για οποιοδήποτε θέατρο, στερούνταν όμως ερμηνευτικού αποτυπώματος, ενώ η φωνή του, αν και διαπεραστική της Ορχήστρας, πρόδιδε τη λυρική της προέλευση λόγω της ανίσχυρης χαμηλής περιοχής.

Ο Αυστριακός καλλιτέχνης υπέφερε ασφαλώς ως Πάρσιφαλ. διαδεχόμενος τον ιδιόρρυθμο αλλά χαρισματικό Κλάους Φλόριαν Φόγκτ. Παρόμοια μεταβολή έλαβε χώραν και στον «Τριστάνο και Ιζόλδη» (6 Αυγούστου), σε σκηνοθεσία της Katharina Wagner που είχαμε παρακολουθήσει και προ διετίας. Έτσι, την φωνητικά εύθραυστη, αλλά εκφραστικά εξέχουσα Evelyn Herlitzius διαδέχθηκε εν τω μεταξύ η κραταιά σε πληρότητα του ήχου Petra Lang, που όμως μάς απογοήτευσε με την κυριολεκτικά ακατάληπτη εκφορά του κειμένου, στον αντίποδα του παρτεναίρ της, του τενόρου Stephen Gould, που συνδύασε καλλιέπεια και άρθρωση, έστω και ενδυματολογικά υπονομευμένος από την παραγωγή. Ανανεωμένη εμφανίσθηκε η Μπραγκαίνε της μεσοφώνου Christa Mayer, αλησμόνητη στην προειδοποίησή της προς τους εραστές μεσούντος του ντουέτου στην β’ πράξη. Αν και ο Iain Paterson εισέφερε τραγούδι πιο ευφωνικό από τον τραχύ χαρακτήρα του Κούρβεναλ, την παράσταση κυριολεκτικά έκλεψε ο -προσφάτως αναγορευθείς σε Kammersänger της Κρατικής Όπερας του Μονάχου- βαθύφωνος René Pape. Η προσωπογραφία του ως βασιλιά Μάρκε, έστω και αντιστικτική του κειμένου στη συγκεκριμένη παραγωγή, αποτελεί ερμηνεία αναφοράς πέρα από εποχές και νοσταλγίες, πολυεπίπεδη, με καλοστηριγμένα πιάνι και σπαρακτικές εξάρσεις, ουδέποτε προδοτικές αυτού του πληγωμένου και ευγενικού χαρακτήρα. Η μουσική διεύθυνση του Christian Thielemann εξακολούθησε να αποτελεί εγγύηση συνεκτικής αφηγηματικής και αναλυτικής διαύγειας, με επαρκή αποθέματα  για τις εκστατικές κορυφώσεις της παρτιτούρας.

Όσο για την ίδια την παραγωγή, εξακολουθούμε μεν να αξιολογούμε ως ευπρόσδεκτα τολμηρή τη σύλληψη, αλλά επιμένουμε σε αποστάσεις από τη σκηνική της πραγμάτωση και το πραγματικό σκηνικό σκότος που κυριάρχησε. Όπως μαρτυρεί η στήλη αλληλογραφίας του βρετανικού περιοδικού Opera για τον αντιστοίχως σκοτεινό HD «Τριστάνο» της Μετ (Σεπτέμβριος 2017, σελ. 1116) δεν είμαστε οι μόνοι…