του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Εναρκτήρια συναυλία τής ΚΟΑ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Έχοντας αποτύχει να παρακολουθήσουμε την προεισαγωγική συναυλία νέων καλλιτεχνών λόγω ολιγοήμερης απουσίας από την Πρωτεύουσα, αντιμετωπίσαμε με αδημονία την παρουσία μας στην επισήμως «εναρκτήρια» εκείνη τής Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στο μόνιμο από ετών «σπίτι» της, το Μέγαρο Μουσικής. «Επισήμως», αφού η κυριολεκτικά πηχυαία εκτύπωση τής κατά τα λοιπά περιοδικής για το Σύνολο λέξης «Εναρκτήρια» κάθε άλλο παρά συμβατική στόχευση είχε. Όχι απλώς επειδή η εφετινή έναρξη εγκαινιάζει την καλλιτεχνική περίοδο, κατά την οποία η Ορχήστρα συμπληρώνει 80 χρόνια από τη νομική της μετάλλαξη στην παρούσα μορφή της, αλλά κυρίως επειδή η σαιζόν 2022 -23 σηματοδοτεί κατ’ ουσίαν την πρώτη -υπό συνθήκες ορισμένης «κανονικότητας»- τής θητείας τού Λουκά Καρυτινού ως τού από διετίας καλλιτεχνικού διευθυντή της.
Ανοίγοντας ξανά την αγκαλιά στο πιστό κοινό της, όπως από μικροφώνου διαβεβαίωσε ο Μαέστρος, η ΚΟΑ παρουσίασε στις 21 Οκτωβρίου ένα πρόγραμμα γενναιόδωρο σε διάρκεια και αντιπροσωπευτικό τής διαχρονικής αποστολής της. Εν πρώτοις, με τις «Διαδρομές για Συμφωνική Ορχήστρα» τού Δημήτρη Μηνακάκη (*1951), σηματοδοτήθηκε η προσήλωση στις παραγγελίες νέων έργων σε Έλληνες συνθέτες. Παιδαγωγός, συγγραφέας και εκτελεστής, ο πολυσχιδής τιμώμενος παρουσίασε μιαν ενδιαφέρουσα εκλεκτικιστική σύνθεση πολλαπλών επιρροών, που, στο β’ μέρος της, παρέπεμψε τον συγκεκριμένο ακροατή και σε απόηχο τής Ρωμαϊκής τριλογίας του Οττορίνο Ρεσπίγκι. Το έργο έτυχε θερμής υποδοχής από το κοινό χάρη και στην ευκρινώς αναλυτική ανάδειξη τής παρτιτούρας από αρχιμουσικό και ορχήστρα.
Το κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ. 1 τού Max Bruch ανήκει στα βασικά τού συναυλιακού ρεπερτορίου και για την εκτέλεσή του, στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» (Φίλων τής Μουσικής), επιστρατεύθηκε ένας από τούς επικοινωνιακά πλέον «κινητικούς» βιολονίστες, ο γεννημένος στη Ν. Αφρική, Ιρλανδικής και Γερμανοεβραϊκής καταγωγής, Daniel Hope, καλλιτέχνης με παράλληλη δημοσιογραφική παρουσία σε μεγάλα έντυπα και σε ηλεκτρονικά μέσα. Ο Χόουπ έμοιαζε μολαταύτα να έχει χάσει τον δρόμο προς τον ομολογουμένως συντηρητικό, αλλά αναμφισβήτητης εσωτερικότητας λυρισμό τής έμπνευσης τού Μπρουχ, πλατιάς και γαλήνιας σαν τον παρακείμενο Ρήνο τής γενέτειράς του Κολωνίας. Η ερμηνεία του απέτυχε να μάς σαγηνεύσει τόσο ως ηχητικό αποτέλεσμα, παρά την αξιοποίηση ενός Guarneri del Gesù, όπως το «Ex – Lipinski» που τού παραχωρείται, όσο και ως αντίληψη μουσικότητας, και μάλιστα από άνθρωπο που βρέθηκε τόσο κοντά σ’ ένα Γεχούντι Μενουχίν, οι ηχογραφήσεις τού οποίου, ιδίως των ετών 1945 και 1951, εξακολουθούν να αποτελούν ορόσημα τής δισκογραφίας, για τη θέρμη εκφοράς τού νεαρού βιρτουόζου!
Την συναυλία ολοκλήρωσε η 5η συμφωνία τού Τσαϊκόφσκι, ίσως η ερμηνευτικά δυσχερέστερη του κανόνα, έργο, όπως και η 4η, το οποίο μεγιστοποιεί την απήχησή του με ευθείες, δραματικές αναγνώσεις Ρωσικής σχολής, που αποφεύγουν τις εσωτερικές αγωγικές ταλαντώσεις και υπηρετούν με τις ελάχιστες δυνατές παρεμβάσεις την φέρουσα ροή τής μουσικής. Η εκτέλεση που παρακολουθήσαμε δεν φοβήθηκε την μελοδραματική υπερβολή διακινδυνεύοντας όμως, ενίοτε παράτολμα, την υπαρκτή διάσταση ευγένειας αυτής τής προγραμματικά αυτοβιογραφικής σύνθεσης…