του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Επικαιροποιημένοι «Απάχηδες των Αθηνών» στα Ολύμπια
Όπως συμβαίνει με τον «Βαφτιστικό» τού Θεόφραστου Σακελλαρίδη, έτσι και «Οι Απάχηδες των Αθηνών» τού Νίκου Χατζηαποστόλου συγκροτούν σύνοψη τής παραστατικής δημιουργίας εκατέρου, που επιτρέπει τη στοιχειώδη διαιώνιση τής φήμης και της σημασίας τους ως κύριων εκπροσώπων της Ελληνικής Οπερέτας, προκειμένου να παρακάμπτεται η -επιθυμητή για εμάς- αναβίωση αρκετών ακόμη από τα αξιαγάπητα έργα τους. Πού είναι αίφνης το «Πικ-Νικ» τού πρώτου που καθιέρωσε το είδος στη χώρα, το πάντα επίκαιρο «Στα Παραπήγματα» τού ιδίου ή «Η Γυναίκα τού Δρόμου», «Το Κορίτσι τής Γειτονιάς» και «Η Πρώτη Αγάπη» τού δεύτερου, ομότιτλη τού κοσμαγάπητου ντουέτου, που, παρεμπιπτόντως, περιλήφθηκε, μεταξύ άλλων, στην αναβίωση των «Απάχηδων» από το «Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας», χριστουγεννιάτικο δώρο σε ακάματους Αθηναίους νοσταλγούς.
Η ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα για μεγάλο αριθμό παραστάσεων αποτέλεσε αψευδή μάρτυρα απήχησης ενός αστικού μουσικού είδους που άδικα λοιδορείται ή υποτιμάται από «esthète» φιλόμουσους, αλλά και όσους αδυνατούν να διακρίνουν με την ενάργεια τού κριτικού τής επιθεώρησης «Τα Παρασκήνια» της 15ης Ιουνίου 1924, ο οποίος, ως παραπομπή στο κείμενο τού Μανώλη Σειραγάκη για το προγραμματικό τευχίδιο, διατρανώνει ότι και ένα τόσο λαϊκότροπο έργο, όπως «Οι Απάχηδες των Αθηνών», «ετοιμάζει τους δισέγγονους των [λαϊκών ανθρώπων] ν’ ακούσουν και να χαρούν τον Πάρσιφαλ τού Βάγνερ και την Ανοιξιάτικη Θυσία τού Στραβίνσκι»! Αντιστοίχως, σε εποχή στρατηγικής σχέσης με τη Γαλλία, σημαντική αναδεικνύεται στην αντίληψή μας τόσο η υπενθύμιση αναγωγής τού ανθρωπότυπου της οπερέτας αυτής σε γαλλικό κοινωνικό φαινόμενο, όσο και η προσδοκία τού -Γάλλου- Olivier Descotes για μακροημέρευση τής παραγωγής, στόχευση από την οποία έχουν στην πράξη αποστασιοποιηθεί ομόλογοι εθνικοί φορείς!
Η σκηνοθετικά, σκηνογραφικά (Γιώργος Γαβαλάς) και ενδυματολογικά (Αλεξία Θεοδωράκη) φιλική στο έργο και τον θεατή παραγωγή τού Βασίλη Μαυρογεωργίου αποτελεί διασκευή τού ιδίου και τής υπεύθυνης δραματουργίας Τζούλιας Διαμαντοπούλου, με τους ζεστούς φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου και την μετρημένη χορογραφία τού Πάρι Μαντόπουλου. Με εξαίρεση την ακατάβλητη και πάντα λαμπερή Ζωζώ Σαπουντζάκη, γκεστ σταρ τής δεξίωσης στην οικία Παραλή (ανάλογης με εκείνη τής «Νυχτερίδας»), μόνον δευτερεύοντες ρόλοι συνέδεαν τις δύο διανομές που υπερασπίσθηκαν με διακριτό βαθμό επιτυχίας την παράσταση. Μείναμε με την αίσθηση ότι η χιουμοριστικά λεπτή ενσάρκωση τού πλούσιου από τον Άγγελο Παπαδημητρίου διαχύθηκε στους συμπρωταγωνιστές του, τον Χρήστο Κεχρή, έναν αυθεντικά λαϊκό «Πρίγκιπα» με ωραίο μέταλλο, τη Μυρσίνη Μαργαρίτη, φινετσάτη και φωνογενούς προσωπικότητας Βέρα, τους Γιώργο Ιωάννου και Μαρίνο Ταρνανά ως πιστευτούς «κουτσαβάκηδες», τη Μαρίτα Παπαρίζου απολαυστικά κυρίαρχη τής υπερβολής του ρόλου της και τη Διαμάντη Κριτσωτάκη ως απλοϊκή αλλά όχι έξαλλη Τιτίκα. Με δυο λόγια επέτυχε ένα συμμετοχικό επίπεδο ιδιωματικής ενσάρκωσης και μουσικής ασφάλειας συγκριτικά πληρέστερο και περισσότερο ομοιογενές από το έτερο σύνολο υπό τον πιο σχηματικό Παραλή τού Χρήστου Στέργιογλου, με ωχρότερης εκφοράς εραστές και χονδροειδείς υποκριτικές εμφάσεις. Με την ψυχαγωγία του κοινού όμως ηχηρά έκδηλη, ευχόμαστε πολλές ακόμη παρόμοιες αναβιώσεις!