Ερμονέλα Γιάχο – Η Αθηναϊκή αποκάλυψη μιας υψηλής τέχνης

59

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

      Η πανδημία επέτρεψε να ξεδιπλώσουμε «κόκκινο χαλί» εισαγωγικών κειμένων για την επίσημη υποδοχή στην υψίφωνο Ermonela Jaho, πρωταγωνίστρια της α’ διανομής παραστάσεων της «Μαντάμ Μπατερφλάυ» από την Εθνική Λυρική Σκηνή.  Παρά τα 26 χρόνια σταδιοδρομίας της, χωρίς όμως εκτενή δισκογραφία ως παραδοσιακή βακτηρία καθιέρωσης, η Αλβανίδα είχε  διαλάθει της προσοχής μας, μέχρι την αποκαλυπτική επίδοσή της στις 16 Οκτωβρίου, σ’ ένα ρόλο που έχουν αποτυπώσει σε εγγραφές άδουσες ηθοποιοί της ύψιστης περιωπής, ήδη από τις «ακουστικές» ημέρες του γραμμοφώνου. Σε αυτό το αμείλικτο πλαίσιο η  όντως «σπαρακτική» εσωτερικότητά της δοκίμασε ακόμη και μύθους του λεγόμενου «χρυσού αιώνα» του μελοδράματος. Η δε χρονικά παράλληλη μετάδοση, από τον διεθνή μουσικό δίαυλο Mezzo tv, τής από κοινού παριζιάνικης συναυλίας της με τον Αμερικανό τενόρο Charles Castronovo (2016), με μέρη από όπερες του Γαλλικού και του Ιταλικού ρεπερτορίου, πείθει για τη στέρεη σχολή μιας τεχνικά εντυπωσιακής και σφαιρικά ψυχογραφημένης ερμηνείας.

 Η έρευνά μας δεν ανίχνευσε επιφανή μέντορα κατά τη μαθητεία της Γιάχο στην Εθνική Ακαδημία της Αγίας Καικιλίας της Ρώμης. Μολαταύτα, ήδη η γαμήλια είσοδος της Τσο Τσο Σαν στο ατμοσφαιρικό σκηνικό περιβάλλον της παραγωγής του Hugo de Ana, καίρια διευρυμένο από τις δυνατές και απροκάλυπτα μελοδραματικές προβολές του Sergio Metalli, κατέγραψε άψογη φραστική και επίζηλη διαχείριση αναπνοής, με καλλιεπή και χαλαρή αποκλιμάκωση της συχνά χειμαζόμενης κατάληξης της άριας. Σε όλη την σχεδόν αδιάλειπτη παρουσία της επί σκηνής, η αυθεντική αυτή πριμαντόνα ενσάρκωσε την ψυχολογία βάθους της ηρωίδας με σκανδαλιστικά απέριττη όσο και αφοπλιστικά βιωμένη κυριαρχία των μουσικών και δραματουργικών παραμέτρων του χαρακτήρα. Από το αμήχανο σε άλλα χέρια επεισόδιο με τον «πλούσιο Γιαμαντόρι» έως τη φωνητικά ωχρή παραδοχή της αυτοκτονίας ως μόνης έντιμης εξόδου, η  Μπατερφλάυ της δικαίωσε την αταλάντευτη ακεραιότητα του περιγραφόμενου ρόλου στο κείμενο, χωρίς βεβιασμένα παιδιαρίσματα στην α’ πράξη και μετάπτωση στην ωριμότητα, ανάγοντας έτσι την αφήγηση σε διαδικασία σταδιακά αφόρητης κορύφωσης, τουλάχιστον στην ψυχή του συγκεκριμένου θεατή (συγκριτικά η Κριστίν Οπολάις της 1/11 δεν «έξυσε» την επιφάνεια επιπέδου μιας πάντως ξεχωριστής τραγουδίστριας).

Το ερμηνευτικό επίτευγμα που περιγράψαμε διευκολύνθηκε από την υπερευαίσθητη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού, κυριολεκτικά μοτσάρτεια στην προσαρμογή της προς το επίπεδο απαιτήσεων του εκάστοτε ερμηνευτή, ποιότητα που αξιοποίησε κατ’ εξοχήν ο βαρύτονος Διονύσιος Σούρμπης, εκλεπτύνοντας σε επίζηλο έπακρο μιαν ήδη έξοχα επεξεργασμένη προσωπογραφία του Σάρπλες (ο φέρελπις Νίκος Κοτενίδης έδωσε έμφαση σε ένα πιο μονοκόμματα δυναμικό πορτραίτο του διπλωμάτη). Ο Ιταλός τενόρος Gianluca Terranova  απέδωσε ένα μουσικά και δραματικά ρωμαλέο Πίνκερτον, ευθυγραμμισμένο με την ανεμελιά του χαρακτήρα, αλλά η προτίμησή μας γέρνει προς τον Δημήτρη Πακσόγλου και την αξιοσημείωτη πρόοδο στην κουλτούρα φωτοσκιάσεων της δυναμικής που μοιάζει να έχει κατακτήσει, σε σχέση με εμφανίσεις του στο Ηρώδειο. Η αξιόπιστης κεντροευρωπαϊκής προϋπηρεσίας Σουζούκι  της μεσοφώνου Χρυσάνθης Σπιτάδη και η όλη ομάδα συντελεστών υπερασπίσθηκαν ένα  συνολικά εξαγώγιμο μελοδραματικό γεγονός.