του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Ευεργετική επιστροφή της Μετροπόλιταν Όπερα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Ανάμεσα σε μεγάλα, ιστορικά, εμβληματικά λυρικά θέατρα, δικαίως ή αδίκως, ουδέν εκπέμπει τη λάμψη τής Μετροπόλιταν Όπερα τής Νέας Υόρκης. Η κατάκτηση τής περιωπής αυτής οφείλει να μην αντιμετωπισθεί με εύκολους αφορισμούς, συχνά συνοδευτικούς επιπόλαιας κατανόησης τού «αμερικανισμού». Χωρίς δημόσια επιχορήγηση, η Μετ αγωνίσθηκε ανέκαθεν και με υπαρξιακό κίνδυνο ως υπόθεση ιδιωτικού πάθους κροίσων, πλουσίων, αλλά και λιγότερο ευκατάστατων μελομανών τού κόσμου, όχι απλώς χωρίς συμπλέγματα αλλά και χωρίς όρια αξιοποίησης τής οικονομίας και της τεχνολογίας, σε μια μοναδική διάσταση εκπλήρωσης οραμάτων. Με όχημα το σταδιακά πληρέστερο σε τεκμήρια λυρικό απόθεμα παγκοσμίως, μέσα από την οργάνωση των απευθείας οικουμενικών αναμεταδόσεων των σαββατιάτικων matinee, αρχικά ραδιοφωνικών -από το 1931- και ήδη υψηλής ευκρίνειας δορυφορικών τηλεοπτικών προβολών σε επιλεγμένες αίθουσες των 5 ηπείρων.
Η λειτουργία αυτού τού εξαίσια «προπαγανδιστικού» παραστατικού και τεχνολογικού μηχανισμού και η κυριολεκτικά ανεξίφυλη και ανεξίθρησκη υπηρέτηση κριτηρίων πανανθρώπινης συμπερίληψης επί μιας και μόνον σκηνής δοκιμάσθηκε ακόμη και υπό καθεστώς πολεμικών και έκτακτων κοινωνικών συνθηκών, που οδήγησαν να εγγράψουν το θέατρο αυτό όχι μόνον στη συλλογική συνείδηση των Αμερικανών θιασωτών του, αλλά και φιλόμουσων σε κάθε γεωγραφική συντεταγμένη. Αρκεί να ανακαλέσουμε ότι η Μετ ήταν εκείνη που συνδύασε και ενίσχυσε αλησμόνητα την βαγκνερική της «πτέρυγα» με την υποδοχή ενός αξεπέραστου μέχρι σήμερα και διωκόμενου τότε στην Ευρώπη καλλιτεχνικού δυναμικού, την εποχή κυριαρχίας του Ναζισμού και τού Αμερικανικού πολέμου με αυτόν, ενώ από τη δική της σκηνή, στο πρόσωπο τής Marian Anderson και με μαέστρο ένα Μητρόπουλο, έσπασε το φυλετικό ταμπού αποκλεισμού εμφάνισης έγχρωμων καλλιτεχνών σε λυρικά θέατρα τού εν άλλοις θαυμαστού Νέου Κόσμου!
Στο ίδιο αυτό συνεχώς και συναρπαστικά ανανεούμενο πλαίσιο, κανένα άλλο λυρικό θέατρο δεν έχει κατορθώσει να δημιουργήσει τόσο σταθερό και συμμετοχικό κοινό σε απροσδιόριστο αριθμό χωρών. Το αισθανθήκαμε έντονα στα χρόνια των ραδιοφωνικών αναμεταδόσεων που επωμισθήκαμε για την ΕΡΤ, μια διαπίστωση που επαληθεύουμε δια ζώσης πλέον ως ευγνώμονες θεατές των δορυφορικών λήψεων στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» τού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Αξιολογούμε δε ως όχι λιγότερο εύστοχη από άλλες την αξιέπαινη πρωτοβουλία τού καλλιτεχνικού διευθυντή τού ΜΜΑ Γιάννη Βακαρέλλη να επαναφέρει αυτόν τον -αιρετικό για ορισμένους, αλλά παγκοσμίως και καθολικά αποδεκτό, και σε επίπεδο κριτικού σχολιασμού- οιονεί κινηματογραφικό τρόπο μέθεξης με τα παγκοσμίου βεληνεκούς αυτά καλλιτεχνικά γεγονότα. Η εξέλιξη αυτή αποδίδει και πάλι σε ένα αστικό κοινό τής Αθήνας, παράλληλα με τα αναγεννημένα «Ολύμπια», τον ζωτικό χώρο κοινωνικής συνύπαρξης και ευχερούς απόλαυσης θεαμάτων που συνήθως δικαιώνουν τις απαιτητικές και ειδήμονες προσδοκίες τους, αφού επιπλέον προσφέρονται σε χώρους συγκοινωνιακά ευχερώς προσβάσιμους και οικονομικά προσιτούς. Τα προλεγόμενα αυτά, στον σχολιασμό δύο παραστάσεων Γαλλικής όπερας, συμπληρώνουμε με μιαν ιδιαιτέρως θερμή ευχαριστία για την αποκατάσταση τής κινηματογραφικά σφριγηλής ηχητικής διαχείρισης των παραστάσεων, ώστε να λειτουργούν με αμεσότητα όχι μεν όμοια, αλλά πάντως αντίστοιχη τής φυσικής παρουσίας στον γεωγραφικά μακρινό θεατρικό χώρο.
Αστοχίες, αναχωρήσεις αλλά και Γαλλική όπερα επιπέδου
Η δέσμη αναμεταδόσεων τής Μετροπόλιταν Όπερα για την περίοδο 2024-25 εγκαινιάσθηκε στις 18 Νοεμβρίου με την όπερα «Χ: The Life and Times of Malcolm X» τού Αμερικανού συνθέτη Anthony Davies θέμα τον ομώνυμο ιερωμένο, «μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του κινήματος υπεράσπισης των πολιτικών δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών». Το έργο είχε δημιουργήσει συζητήσεις την εποχή της δημιουργίας του (1986) γύρω από την αλληλεπίδραση όπερας και πολιτικής, με τον Donal Henahan να επιγράφει άρθρο του στους «NY Times» (12 Οκτ.1986) «Όπερα και Πολιτική αποτελούν ασύμβατους ομόκλινους». Η ετυμηγορία δεν αποδεικνύει γενική ισχύ, αλλά επιβεβαιώνεται, όταν, όπως εν προκειμένω, μια -υποτίθεται- «πρωτοποριακή» λυρική δημιουργία αξιοποιεί τόσο «ξύλινη», εμφατική και εγκεφαλική, λογοτεχνική και μουσική γλώσσα όσο αυτή που υπαινίσσεται ο δύσκαμπτος τίτλος της. Στην περίπτωση αυτή, ακόμη και η εξιδανικευτική σκηνοθεσία τού υποψηφίου για Τόνυ σκηνοθεσίας το 2020 Robert O’Hara επιδείνωσε ένα πληκτικά στομφώδες και μουσικά υδαρές αποτύπωμα.
Παρακάμπτοντας έναν «Nabucco», που η απόλαυσή του υπονομεύθηκε από την χαμηλή ένταση τού ήχου στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», πρόβλημα που ευτυχώς αποκαταστάθηκε άμεσα μετά την επισήμανσή του, «Η Δύναμις τού Πεπρωμένου», ομοίως του G.Verdi, σε απευθείας αναμετάδοση της 9ης Μαρτίου, αποτέλεσε πόλο έλξεως των Αθηναίων προεχόντως λόγω της πρωταγωνίστριας Lise Davidsen, το ρεσιτάλ της οποίας στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» τής προηγούμενης σαιζόν αποτέλεσε σταθμό καλλιτεχνικής και ακουστικής εμπειρίας. Η Νορβηγή υψίφωνος επιβεβαίωσε την κλάση της πλάι στον μουσικά και δραματικά πειστικό Αλβάρο τού τενόρου Brian Jadge. Η διανομή δεν απάλειψε τις αναμνήσεις αντιστοίχων της παλιάς Μετ και η αναχωρητική, εντυπωσιοθηρική σκηνοθεσία τού εξαιρετικά προβεβλημένου Πολωνού σκηνοθέτη Mariusz Treliński δεν διευκόλυνε ούτε τους καλλιτέχνες ούτε τους φιλόμουσους θεατές να βιώσουν ενσυναισθηματικά το αιματηρό αυτό μελόδραμα.
Τόσο εδώ όσο και στον «Roméo et Juliette» τού Charles Gounod, που παρακολουθήσαμε σε απευθείας δορυφορική σύνδεση στις 23 Μαρτίου, το πόντιουμ ανήκε στον Yannick Nézet-Séguin, επαρκή μεν αλλά παρασάγγας απέχοντα από την ενθουσιώδη και κυριολεκτικά παντός καιρού μπαγκέτα τού αείμνηστου James Levine. Η διεύθυνσή του απέδωσε εναργέστερα το ρωμανικό πνεύμα της Γαλλικής όπερας και επικουρήθηκε καθοριστικά από την υψηλής αισθητικής, ανθεκτική στο χρόνο παραγωγή τού χολιγουντιανού Bartlett Sher και μιαν εξαίρετη ομάδα μονωδών. Τόσο ο σκηνικά ευσταλής, φραστικά μελίρρυτος και υποκριτικά ευαίσθητος Ρωμαίος τού τενόρου Benjamin Bernheim όσο και η δραματουργικά χειραφετημένη και υπέροχης τονικής πληρότητας Ιουλιέτα τής υψιφώνου Nadine Sierra απέδειξαν ότι αποτελούν κορυφαίας χημείας συνδυασμό παγκοσμίως.
Είχε προηγηθεί η «Carmen» τής 27ης Ιανουαρίου (την είδαμε στις 3/02), φεμινιστικά και επίκαιρα εκσυγχρονισμένη από την Carrie Cracknell, που μάς αποκάλυψε την σφαιρικά αξιομνημόνευτη επώνυμη ηρωίδα της 27χρονης εξωτικής Ρωσίδας μεσοφώνου Aigul Akhmetshina απέναντι στον μουσικά και δραματικά ακριβή, κρυστάλλινα ευκρινή Δον Χοσέ τού χρυσής ωριμότητας Πολωνού τενόρου Piotr Beczała, την ασυνήθιστης φωνητικής πληρότητας και ισχύος Μικαέλα τής υψιφώνου Angel Blue και τον νεανικής αρρενωπότητας ταυρομάχο του επίσης Αμερικανού βαρυτόνου Kyle Ketelsen!