του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Είναι ελάχιστες οι περιστάσεις που συναυλία αναδεικνύει εξαιρετικό ενδιαφέρον με την κυριολεξία τού επιθετικού αυτού προσδιορισμού. Εκείνη όμως τής 4ης Νοεμβρίου δεν δικαίωσε απλώς την εκτίμησή μας αυτή, αλλά και την επιβεβαίωσε σε όλα τα στάδιά της, ήδη από τα λίγα λόγια, με τα οποία η διοίκηση τού Μεγάρου Μουσικής μάς κάλεσε σε ενός λεπτού σιγή για την αιφνίδια απώλεια τού Βασίλη Αλεξόπουλου, ενός απλού αλλά πολύ αγαπητού στους τακτικούς «Μεγαρίτες» εργαζόμενου στην εξυπηρέτηση τού ΜΜΑ. Λίγο αργότερα, η ανάγλυφη απόδοση τού κυματισμού τής θάλασσας μάς πόντισε στην εισαγωγή «Die Hebriden» τού Felix Mendelssohn Bartholdy. Αν και όχι κατ’ ανάγκην προγραμματικής διάρθρωσης, η πιο οικεία στη Βρετανία υπό τον τίτλο «Fingal’s Cave» εισαγωγή υπηρετήθηκε σε εικονολατρικό βαθμό οργάνωσης τής Ορχήστρας από τον μαέστρο Philippe Auguin, με ένα άγγιγμα Ιουλιανής ραστώνης (εποχής τής επίσκεψης του νεαρού Φέλιξ στην τρικυμιώδη Σκωτία) στην εκτύλιξη τού γεμάτου ενδιαφέρουσες τροπές συμφωνικού αφηγήματος, μελωδικά ευφυούς στην αραβουργική διαχείριση σύνθεσης και ενορχήστρωσης. Όσο για το αξιομνημόνευτο κεντρικό θέμα, η έξοχη φυσικότητα στις μεταλλαγές τής επανόδου του στοίχειωσαν τον συγκεκριμένο ακροατή ως τον έσχατο, διακριτικό απόηχο τής παρτιτούρας.
Επίκεντρο προσδοκίας τής βραδιάς ήταν για ορισμένους από εμάς η νέα μετάκληση τού Ivo Pogorelich ως σολίστ για το χρονολογικά πρώτο, αλλά εργογραφικά 2ο κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα τού Frédéric Chopin. Δεν ήταν απλώς μια αντιπαράσταση τού σημαδεμένου από τον χρόνο και τις ευαισθησίες του δεξιοτέχνη με την αισθησιακή νεανικότητα τής εικόνας και τού συνόλου (σχεδόν) τής δισκογραφίας του, αλλά και μια προσωπική μας αναμέτρηση με την σφοδρώς αμφιλεγόμενη εν έτει 1983 νεανική του ηχογράφηση τού ίδιου αυτού έργου, ηχογράφηση που μολαταύτα σημάδεψε την πρόσληψη τής επιφανειακά σαλονάτης αυτής μουσικής σε μια νέα εποχή. Και όντως, ο Σοπέν τού «μη μού άπτου» ακόμη και στον έντονο φωτισμό Πογκορέλιτς εξακολουθεί να είναι απαρέγκλιτα βιωματικός, ανυπόκριτα εσωστρεφής στην ταυτοπροσωπική ιδιοποίησή του, εσαεί πανάξιος τής παραίτησης μιας Άργκεριχ από τον Διαγωνισμό που τον έφερε στο προσκήνιο με την παράκαμψή του. Η Αθηναϊκή του ερμηνεία δυστυχώς δεν ηχογραφήθηκε, αν και κατόρθωσε να σιγήσουν ακόμη και οι συνήθεις χειροκροτητές μεταξύ των μερών. Το μυστικό του να κυοφορεί στιγμές εκφραστικής έντασης επιβεβαίωσε στο αργό μέρος με toucher που έσχιζε την ψυχή σαν την αιχμή χαρτιού, αγωνιώδες στο μέσο τής κίνησης, με αποθέματα μαγείας για την επανέκθεση τού θέματος, ανάλαφρο αλλά με τραγικούς υπόηχους και σαρκαστικούς υπαινιγμούς για το φινάλε.
Ευτυχώς η ερμηνευτικά και εκτελεστικά μνημειώδης ανάκρουση τής «Φανταστικής Συμφωνίας» τού Héctor Berlioz, που έστεψε την ευτυχή αυτή εκδήλωση, βρήκε στη θέση τους τα μικρόφωνα τού Μεγάρου. Διεξοδικά διδαγμένη στην παραμικρή της λεπτομέρεια, η προγραμματική αυτή δημιουργία αποδόθηκε με δυσθεώρητους όρους οργανικής υποκριτικής και δεξιοτεχνικής ακρίβειας από μια ΚΟΑ υψηλής κλάσης σε όλες τις ομάδες της, ξέφρενα πειθαρχημένη ακόμη και στο οργιαστικά «δαιμονικό Σάββατο» τού φινάλε…