Είναι γενικευμένη δυστυχώς η απουσία ελέγχου σε πάσης φύσεως γραπτά μηνύματα δημόσιων και ιδιωτικών φορέων της ενημέρωσης, της ψυχαγωγίας και της καλλιτεχνικής παραγωγής. Από τα «φιλέτα» δελτίων ειδήσεων, τα ντοκιμαντέρ ή τα διαφημιστικά ειδικού γνωστικού πεδίου και τους υποτίτλους έως τα προγραμματικά δελτάρια γεγονότων, ελλείπει ο ειδήμων «Άργος» που θα απέτρεπε αδικαιολόγητα ημαρτημένα. Πρόσφατης κοπής κατηγορία λαθών είναι αυτή που αφορά κυρίες δραστηριοποιούμενες στην μέχρι πρότινος προνομιακή για τους άνδρες ιδιότητα του διευθυντού της ορχήστρας. Σε μιαν ιδιότυπη, λοιπόν, και ακουσίως προσβλητική, «αλλαγή φύλου» εκτέθηκε και η ανερχόμενη 32χρονη Λιθουανή Mirga Gražinytė–Tyla, καταπιστευματοδόχος ηγεσίας της Δημοτικής Ορχήστρας του Μπίρμιγχαμ, θέση από την οποία, παρεμπιπτόντως, είχε εκτοξευθεί στη Φιλαρμονική του Βερολίνου ο νεαρός Σάιμον Ρατλ. Στο φυλλάδιο συναυλίας της 16ης Απριλίου 2018, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, η τελευταία απώλεσε, πέραν του φύλου της, και το βαπτιστικό της όνομα, αφού ο προφανώς ελλιπώς ενημερωμένος επιμελητής περαιτέρω υπέλαβε το σύνθετο επώνυμο ως πλήρες ονοματεπώνυμο της αρχιμουσικού!
Αυτά στο περιθώριο συναυλίας της «νεόδμητης» Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Χάνγκτσόου (2009), στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» (Φίλων της Μουσικής). Η Αθήνα ήταν ο πρώτος σταθμός μιας ανατολικοευρωπαϊκής περιοδείας, με σύμπραξη δύο resident artists της Ορχήστρας, του συνιδρυτή της Yang Yang από το πόντιουμ και του κατοικοεδρεύοντος στο Βερολίνο συμπατριώτη του, βιολονίστα Ning Feng.
Το πρόγραμμα, δομημένο με φιλοδοξία και ευαισθησία, αποκάλυψε ισομερώς το αδιαμφισβήτητο επίπεδο των Κινέζων μουσικών και την ανάγκη ωρίμανσης της Ορχήστρας υπό την καθοδήγηση προσώπου ικανού να την συνδέσει με τα υποδόρια μυστικά της λόγιας Ευρωπαϊκής παράδοσης. Αίφνης η εναρκτήρια εισαγωγή στην όπερα του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Ο Ιπτάμενος Ολλανδός», παράλληλα με την τεχνικά άρτια, πυρετώδη δραματικότητα που εξέπεμψε, παρέμεινε ουσιαστικά ρηχή για έργο συμπεριλαμβανόμενο στον κατάλογο των «κανονικών» του Φεστιβάλ Μπάυρώιτ.
Το σημαντικότερο όμως ερμηνευτικό έλλειμμα σημειώθηκε με το 1ου κονσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς που ακολούθησε. Η ιδιότητα του Γιανγκ Γιανγκ ως νικητή του διαγωνισμού «Δημήτρης Μητρόπουλος» σε συνδυασμό με την ιστορική πρώτη ηχογράφηση του Έλληνα (1956) για την «Κολούμπια» καθιστούσαν αναπόφευκτες τις προφανώς ανεπιεικείς συγκρίσεις, όχι απλώς μεταξύ των μαέστρων, αλλά και ανάμεσα στον διακεκριμένο σολίστ με τον πρώτο διδάξαντα Νταβίντ Όιστραχ. Και πάντως, η συνολικά επίπεδη διαδρομή, χωρίς μουσική και εκφραστική επίγνωση, μιας παρτιτούρας βαθιά φορτισμένης, βιωματικά και ιστορικά, είναι σημαντικά βελτιώσιμη.
Τις εντυπώσεις κέρδισε ο σχηματισμός με τους «Συμφωνικούς Χορούς» του Σεργκέι Ραχμάνινωφ που ολοκλήρωσαν το επίσημο πρόγραμμα. Η ερμηνευτική προσέγγιση πρόδιδε μεγαλύτερη εξοικείωση, το ξεκλείδωμα του μελωδικού ειρμού ήταν ευκρινές και οργανωμένο, η δομή της σύνθεσης βαθύτερα αφομοιωμένη. Τα έγχορδα έλαμψαν τόσο στη νοσταλγική, λικνιστική τους χρήση όσο και για την ανάδειξη του λυρισμού της -αρχικά αργής- γ’ κίνησης. Εν κατακλείδι μια ανάγνωση που διαχειρίσθηκε γενναιόδωρα την αφαίμαξη της στιγμής, χωρίς να υπονομεύεται η στατική ενότητα του επίφοβου κύκνειου συμφωνικού άσματος του μελαγχολικού Ρώσου…