Φιλαρμονική τής Σκάλα στο Ηρώδειο

17

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

Φιλαρμονική τής Σκάλα στο Ηρώδειο

        Ήταν ευτυχής η σύμπτωση τής 40ής επετείου από την ίδρυση τής Filarmonica della Scala με την εφετινή φιλοξενία της στο Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, το πρώτο μετά την -ας ελπίσουμε όχι πρόσκαιρη- κάμψη της πανδημίας, αλλά και μετά τη νέα ιστορική καμπή τής ανθρωπότητας, τον Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο. Αν και ιδρύθηκε κατά τη θητεία τού Claudio Abbado ως καλλιτεχνικού διευθυντή τού Μιλανέζικου λυρικού θεάτρου, η Φιλαρμονική του σημαδεύθηκε από το «Ινδικό θέρος» ενός Carlo Maria Giulini και τα χρόνια τού Riccardo Muti στο πόντιουμ του Σχηματισμού. Μέρος αξιόλογης Ιταλικής πορείας αποτελεί η Ορχήστρα και για τον επικεφαλής της Myung Whun Chung, που, ισάριθμες δεκαετίες πριν, ανακαλούμε επί Γερμανικού εδάφους ως νεαρότατο πιανίστα και μαέστρο στο Τριπλό κονσέρτο του Μπετόβεν με επιπλέον σολίστ τις αδελφές του, την επίσης διάσημη βιολονίστα Kyung Wha Chung και τη λιγότερο προβεβλημένη τσελίστα Myung Wha Chung.

       Την συναυλία τής 26ης  Ιουνίου υπό τον έναστρο ουρανό του Ηρωδείου εγκαινίασε ιταλοπρεπώς η εισαγωγή στην κωμική όπερα του Gioacchino Rossini «Η Ιταλίδα στο Αλγέρι». Αργά, σιγανά, σχεδόν συνωμοτικά, με pizzicati των εγχόρδων που κινδύνευαν να απορροφηθούν από τον περιβάλλοντα αστικό θόρυβο και με επιπλέον μέριμνα τα αττικά τζιτζίκια, για τα  οποία ο ήχος τής Ορχήστρας απετέλεσε οιονεί εναρκτήριο λάκτισμα δικής τους παράλληλης συναυλίας. Τίποτε από αυτά ευτυχώς δεν συσκότισε την ποιοτική ιταλική ταυτότητα του Συγκροτήματος, με την απαράλλαχτη μεσογειακή θέρμη των εγχόρδων και  τη γλυκόλαλη συμβολή των ξύλινων στην υπηρεσία ύφανσης των επεισοδίων αυτού του ευφυούς συνοπτικού μουσικού κομψοτεχνήματος. Μια διαυγής  εκτέλεση οριοθετημένης δυναμικής με υπεριπτάμενο το πνεύμα του αείμνηστου Αμπάντο.

        Με μακρά μελοδραματική εμπειρία, ο αρχιμουσικός αντιμετώπισε την 2η συμφωνία τού Μπετόβεν όχι ως τυπική τής μορφολογίας τού είδους της, αλλά παραλλήλως ως αφήγημα, χαρακτηριστικά μέχρι τη μετάπτωση τού εισαγωγικού adagio molto στο αναμενόμενο εκτονωτικό allegro. Απολαύσαμε τη σταθερή φυσικότητα της μουσικής ροής, την ανάλαφρη διαχείριση τής μπετοβενικής γραφής, με τη χάρη και τις κλασσικές αναλογίες μοτσάρτειου ντιβερτιμέντου, τη χαλαρή διάθεση στη ρυθμολογία, μια διάφανη φωτεινότητα που συχνά διαφεύγει μεγάλων συνόλων. Στη διαδρομή ωστόσο, με ακέραιη την τήρηση των επαναλήψεων, μάς ξένισε το αγέλαστο μυστήριο του αργού μέρους και η απουσία δυναμισμού από το scherzo, στοιχείο που επανέκαμψε για το φινάλε, όχι μόνο ρυθμικά σφιχτότερο, αλλά και με ενδιαφέροντες οργανικούς διαλόγους.

        Τη βραδιά ολοκλήρωσε η -επονομαζόμενη «από τον Νέο Κόσμο»- 9η , η εσχάτη και δημοφιλέστερη συμφωνία τού Antonín Dvořák, σε μιαν ερμηνεία που εγκαθίδρυσε τη θλίψη και το άγγιγμα χαλεπών καιρών ήδη από την επίσης αργή είσοδό της. Ο Κορεάτης μαέστρος μάς χάρισε μιαν ανάγνωση τυπικά απωανατολικών χαμηλών τόνων, υπερβολικά μετρημένη, με αναμφισβήτητα υψηλό επίπεδο, αλλά χωρίς ιδιαίτερο βάθος. Μετά δε από ένα ευπρόσδεκτης εσωτερικότητας largo, η έλλειψη αδρεναλίνης στις καταληκτικές εξωτερικές κινήσεις ενός τόσο εγερτήριου έργου υποθήκευσε καθοριστικά τη συνολική επίγευση ενός εν πολλοίς αξιόλογου συναυλιακού γεγονότος.