Δεν ανήκε στις συμπάθειες του αείμνηστου Γιώργου Χατζηνίκου ο Βρετανός θιασώτης της «αυθεντικής» ερμηνευτικής πρακτικής Sir Roger Norrington, μια άποψη που ο συνήθως χαμηλών τόνων Έλληνας πιανίστας, αρχιμουσικός και παιδαγωγός δεν μετέβαλε ούτε όταν η βασίλισσα Ελισάβετ τίμησε τον υπήκοό της με τίτλο ευγενείας. Διακινδυνεύοντας ενίοτε την επίκτητη εμβάθυνση καθιερωμένων έργων χάριν της ασυμβίβαστης «αρχαιολογικής» προσέγγισής τους, ο Σερ Ρότζερ έχει παραμείνει μολαταύτα ένας απροκατάληπτος μουσικός, πολυσχιδής και ακατάπαυστα εξελισσόμενος, όπως περίτρανα επιβεβαιώνουν οι προγραμματικές αναζητήσεις τού ήδη 80χρονου, από τον κύκλο των συμφωνιών του Μποχουσλάβ Μαρτινού, που ερμήνευσε σε σειρά συναυλιών προ ολίγων μηνών σε συνδυασμό με συμφωνίες του Μότσαρτ, έως τις εκδρομές του στον Βάγκνερ (πανίσχυρης φωτεινότητας «Ειδύλλιο του Ζήγκφριντ») ή σε μια διάφανη «Εξαϋλωμένη Νύχτα» του Σαίνμπεργκ από το Ζάλτσμπουργκ.
Τα δελτία εισόδου μας για τη συναυλία της 13ης Δεκεμβρίου 2018, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ανέγραφαν ακόμη το όνομά του Νόρριγκτον, αλλά ευτυχώς το συνοδευτικό πρόγραμμα είχε προλάβει να ενσωματώσει στοιχεία για τον ελλιπώς οικείο μας Jaime Martín (*1965), ο οποίος τον αντικατέστησε ως επικεφαλής της επισκεπτόμενης τη χώρα μας Φιλαρμονικής του Λονδίνου. Παιδιόθεν αυλητής, ο μόλις από πενταετίας αρχιμουσικός υπερασπίσθηκε ένα απαιτητικό πρόγραμμα με επίδοση που υπερακόντισε την αναπλήρωση ενός ούτως ή άλλως δυσαναπλήρωτου μουσικού. Τη βραδιά εγκαινίασε η «Λεονώρα αρ.2», η χρονολογικά παλαιότερη και «Σταχτοπούτα» από τις 4 εισαγωγές του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν για τη μοναδική όπερά του. Με χωρισμένα βιολιά εκατέρωθεν του πόντιουμ, ώστε να αποδίδεται εναργέστερα η «στερεοφωνία» της παρτιτούρας, και με αριθμητική σύνθεση που αντανακλά μουσικολογική ορθότητα, ο Ισπανός οργάνωσε μιαν αιματώδη ανάγνωση και κατέδειξε την ποιότητα του ήχου της Ορχήστρας του. Ήχου με ελαφρά ξηρότητα, που υπηρέτησε εκτελεστική ακρίβεια ξυρού ακμής και προβαλλόταν εξαιρετικά μέχρι το θεωρείο 10, που μας φιλοξενούσε, με όχημα τη λελογισμένη αντήχηση της αίθουσας «Χρήστος Λαμπράκης» (Φίλων της Μουσικής).
Πιστώνουμε στον φιλοξενούμενο δεξιοτέχνη και μουσουργό Fazil Say (*1970) την ανάδειξη της θεματικής συγγένειας των πρώτων συγχορδιών του πιάνου, στο κονσέρτο σε σολ ελάσσονα, αρ. 2 έργ. 22, του Καμίγ Σαιν Σανς, που ακολούθησε, με το πρελούδιο της όπεράς του «Σαμψών και Δαλιδά». Ο μυώδης ήχος του Τούρκου όχι μόνο δεν εμπόδισε τη φωτoσκίαση της γοητευτικής και μορφολογικά ενδιαφέρουσας σύνθεσης, αλλά αποδόθηκε σε διαδραστικό διάλογο με την Ορχήστρα, καταγράφοντας αδιάπτωτη μουσική ενσυναίσθηση για τη σφιχτή συμφωνική δομή του κονσέρτου, τόσο στις θυελλώδεις παραγράφους όσο και σε ατραπούς τής εσωτερικότητάς του. Συνθέτης και ο ίδιος, ο εμφανώς συγκινημένος Σάυ χάρισε μιαν ερμηνεία που διέψευσε την έστω και φθίνουσα μομφή ακαδημαϊσμού προς τον Σαιν Σανς, με σαρωτική δεξιοτεχνία, ρυθμική στιβαρότητα, ευφάνταστη φραστική και κρυστάλλινη άρθρωση των μουσικών αξιών. Οι δικαιολογημένα ενθουσιώδεις επευφημίες ανταμείφθηκαν με ένα νοσταλγικό ανκόρ του πιανίστα, υπενθυμίζοντας την απόσταση που ο καλλιτέχνης τηρεί από τον εντεινόμενο αυταρχισμό στην πατρίδα του και την εν έτει 2016 διάκρισή του με το Διεθνές Βραβείο Μπετόβεν, στη γενέτειρα του τελευταίου, για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, την Ειρήνη, την Ελευθερία, την Καταπολέμηση της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού.
Μετά το διάλειμμα, η 5η συμφωνία του συνθέτη από τη Βόννη ολοκλήρωσε εντυπωσιακά τη βραδιά αποκαλύπτοντας έναν αναδυόμενο μπετοβενιστή στο μαέστρο από την Σανταντέρ. Ήταν μια ερμηνεία ζωηρή όσο και εκλεπτυσμένη, πιστή στις αγωγικές ενδείξεις (πρβλ. ένα αντάντε όντως «ευκίνητο»), με αξιοσημείωτη ανάλυση και διαφάνεια λεπτομερειών, που οδήγησε το γεγονός σε ένα θριαμβευτικό φινάλε ανάτασης και ελπίδας.