του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Ολοκληρώνουμε σήμερα το κατ’ ανάγκην ημιτελές βιεννέζικο τρίπτυχο γύρω από τις παραστατικές εκδοχές της μοναδικής όπερας του Μπετόβεν, αφού η αναμενόμενη για τον Μάιο οριστική εκείνη του 1814, στη δοκιμασμένη επί δεκαετίες παραγωγή του Otto Schenk, παραμένει εκκρεμής λόγω της εν τω μεταξύ πανδημίας. Το αυστριακό lockdown βρήκε ωστόσο την εκδοχή του 1806 λίγο πριν την ακυρωθείσα πρεμιέρα της και ήταν, όπως διαπιστώσαμε, εν αντιθέσει προς την καταστροφική αρχική που είχε προηγηθεί ενώπιον κοινού, άξια της επετειακής αναφοράς στον συνθέτη.
Ήταν μοναδική όμως και για έναν ακόμη λόγο η μία και μόνη παρουσίασή της, στις 20 Μαρτίου (προβολή Arte 13/04 και Mezzo 7/06). Προσιτή σε άπαντες, Αυστριακούς, Έλληνες ή λοιπούς «βροτούς», αποκλειστικά χωρίς φυσική παρουσία θεατών, αποτέλεσε επισφράγιση μιας πρωτόγνωρης όσο και επίφοβης δημοκρατίας στην πρόσβαση του γεγονότος, ενώ, επιπλέον, η έλλειψη κοινού σηματοδότησε και την απουσία τόσο της «ενεργειακής» όσο και της οικονομικής αιμοδοσίας των καλλιτεχνών που αυτή εγγυάται. Μολαταύτα, ακόμη και μόνο ως πράξη ενδιάθετης αποφασιστικότητας απέναντι σε μιαν εφιαλτική πραγματικότητα, η εφ’ άπαξ αναμετάδοση από το -σκληρό εν έτει 1806, αλλά και συχνά φιλόξενο απέναντι στον Μπετόβεν- Theater an der Wien, άξιζε την τεράστια υγειονομική και οργανωτική προσπάθεια, πολλώ δε μάλλον αφού αξίζει να ανακαλείται στο μέλλον όχι μόνον ως αξιοπερίεργη περίσταση, αλλά και για την αναμφισβήτητη καλλιτεχνική αρτιότητά της.
Όποιος γνωρίζει τον Αυστριακό ηθοποιό Christoph Waltz, που υπογράφει τη συγκεκριμένη παραγωγή, μόνον από βραβευμένες συμμετοχές του σε σειρά χολιγουντιανών ταινιών, κινδυνεύει να παραβλέψει αποκαλυπτικές οικογενειακές του καταβολές. Γιος σκηνογράφου και ενδυματολόγου, εγγονός και δισέγγονος ηθοποιών του Burgtheater και του «βωβού» κινηματογράφου, αλλά και ψυχιάτρου που είχε μαθητεύσει πλάι στον Siegmund Freud, ο επί δεκαετίες τηλεοπτικός αστέρας που δεν αγαπούσε το Θέατρο, αλλά το σπούδασε σε φημισμένο ίδρυμα, λάτρευε από παιδί την Όπερα, που επίσης μελέτησε με αξιώσεις. Η δική του αναβίωση του ενδιάμεσου «Φιντέλιο» αξιοποίησε, ως μόνο σκηνικό, ανωφερή και αλληλοδιασταυρούμενα λευκά κλιμακοστάσια, φωτιζόμενα σε υποβλητικές αποχρώσεις του γκρι και με αντίστοιχης χρωματικής ροπής παραστρατιωτική ενδυματολογία, που εγκαθίδρυσε άμεσα και λιτά την καταπιεστική «δυστοπία» της δράσης. Διαρκής και πάλλουσα η έμφαση στο κείμενο, αδόμενο και πρόζας, ευαίσθητη και πιστή σε κάθε δραματουργική τροπή και κλιμάκωσή του, ανέδειξε τη σημασία σελίδων που αργότερα αφαίρεσε ο Μπετόβεν, όπως το ντουέτο της ερωτικής πολιορκίας τής Λεονόρε από την Μαρτσελλίνε και το επακόλουθο τρίο με τον πατέρα τής τελευταίας Ρόκκο, που ενταφιάζει την προοπτική γάμου του παραγιού του Χακίνο με τη θυγατέρα του υπέρ τής -μεταμφιεσμένης σε Φιντέλιο- Λεονόρε. Έτσι η πλοκή αποκτά ειρμό, αφού η διείσδυση τής ηρωικής συζύγου στο σύστημα εξουσίας διευκολύνει την πρόσβασή της στο κελί τού παράνομα κρατούμενου Φλορεστάν.
Η παράσταση δικαιώθηκε από τη σφαιρικά ισχυρή και έντονα διαδραστική ομάδα ερμηνευτών. Οι Αμερικανοί, υψίφωνος Nicole Chevalier και τενόρος Eric Cutler, προσπόρισαν την πλούσια σκηνική εμπειρία τους στο κεντρικό ζευγάρι. Δυναμική φωνητική και υποκριτική παρουσία κατέγραψαν όμως και η Γαλλίδα υψίφωνος Mélissa Petit, καθώς και ο Βρετανός τενόρος Benjamin Hulett, που άδραξαν κάθε ευκαιρία για τους ενισχυμένους ρόλους της Μαρτσελίνε και του Χακίνο, ενώ ο Γερμανός μπάσος Christof Fischesser σκιαγράφησε ένα νεανικά πατρικό Ρόκκο, ο Ούγγρος ομόφωνός του Gábor Bretz έναν επίσης νεανικό και δυναμικό Πιτσάρο και ο συμπατριώτης του βαρύτονος Károly Szemerédy ένα φωνογενή, συμπαθή Υπουργό. Συνεκτική και η πλαισίωση από τη Χορωδία Arnold Schönberg και τη Συμφωνική της Βιέννης υπό τη βαρυσήμαντη διεύθυνση ενός ώριμου Manfred Honeck. Την τελική αίσθηση έκλεψε, ωστόσο, η εκκωφαντική σιγή που ακολούθησε το φινάλε και η αμήχανη αυλαία όλων μπρος σε ένα απολύτως απόν κοινό! Ζητείται όντως ελπίς!…