«HAIR» – Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΕΜ;

225

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

           Στο μιούζικαλ «Hair» (1964) «το είδος της ζωής των χαρακτήρων ενεργεί ως μια σεξουαλικά και πολιτικά φορτισμένη επικαιροποίηση της La Bohème».Η αποστροφή δεν περιλαμβάνεται στη διαφωτιστική ανάλυση του Scott Miller, που περιέχεται ως ίδιο κεφάλαιο στο βιβλίο του «Rebels with Applause: Broadway’s Ground-Breaking Musicals» (2001), αλλά αποτελεί ενδεχομένως εκτίμηση του συντάκτη ενός αφειδώς υπομνηματισμένου άρθρου της «Βικιπαιδείας» για το σημαντικό αυτό έργο του μουσικού θεάτρου. Ένα έργο – μανιφέστο μιας εποχής και ενός τρόπου ζωής που ευαγγελιζόταν την αποστροφή προς τον πόλεμο, τη χωρίς όρια γενετήσια απελευθέρωση, τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, το φετίχ του γυμνού σώματος, το κοινοβιακό ιδεώδες.

Η «παρθενική» επαφή μας με τις «Τρίχες» ήλθε με την ευκαιρία της αναβίωσής τους, από τα μέσα Νοεμβρίου, στον άνετο χώρο του Θεάτρου «Χώρα» της οδού Αμοργού 20, στην Κυψέλη, για αριθμό παραστάσεων που παρατάθηκαν, μέχρι 9/01/2018, λόγω απήχησης του πολυπρόσωπου αυτού «rock musical».  Με το προηγούμενο του επιτυχημένου δείγματος γραφής της ίδιας περίπου ομάδας («Εβίτα» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς), παρακάμψαμε ευτυχώς επιφυλάξεις μας για το μουσικό επίπεδο του «Hair»! Δεν ήταν εύκολο όταν βρίσκεσαι έκθετος σε ετυμηγορίες, όπως του -αποχωρήσαντος από την παράσταση- Λέοναρντ Μπέρνστάιν, ότι «τα τραγούδια δεν είναι παρά λίστες πλύσης», του μαιτρ του μιούζικαλ Ρίτσαρντ Ρότζερς, που άκουσε μόνο «1/3 μουσικής», ή  της αποδιδόμενης στον Τζων Λέννον «πλήξης»!

Η δίωρη παρακολούθηση πάντως ενός έργου στερούμενου δραματουργίας, με την έννοια της πλοκής, δεν αποδείχθηκε μακρήγορη, αλλά αντιθέτως διευκόλυνε την κατάδυσή μας στη «φυλετική» οργάνωση και βιοτική κατάσταση μιας ανομοιογενούς  ομάδας  χίπηδων, μέσα από μιαν αφήγηση με σχεδόν μεταμοντέρνα  διαδοχή εικόνων, συμβάντων, αναδρομών,  αισθήσεων και παραισθήσεων, κρίσιμη για τη μέθεξή μας με το σκηνικό δρώμενο. Παρά την έλλειψη συνδετικών διαλόγων -ή μήπως άραγε και εξαιτίας αυτού;- , οι ηθοποιοί, συγγραφείς και πρώτοι διδάξαντες του έργου James Rado και Gerome Ragni, που έζησαν ανάμεσα στους χαρακτήρες  τους, αν και τους εμπλούτισαν με στοιχεία λογοτεχνικής, φιλοσοφικής, αστρολογικής, ακόμη και θρησκειολογικής υφής, απέφυγαν όμως τη θανάσιμη εγκεφαλικότητα, σεβόμενοι τη νεανική αμεσότητα και ειλικρίνεια των προτύπων τους..

Από την άλλη πλευρά, χωρίς την ευλογία της άμεσα αναγνωρίσιμης μελωδίας, η μουσική, γεμάτη από αγαπημένα τραγούδια μιας γενιάς λίγο μεγαλύτερης από τη δική μας, ανέδειξε εναλλάξ ενέργεια, ρυθμό, διακηρυκτική εξωστρέφεια και ενσυναίσθητη εσωτερικότητα, επιβεβαιώνοντας μιαν αδόκητη «χημεία» των  δύο με τον φαινομενικά -όπως αποδείχθηκε- αταίριαστο, πολύτεκνο οικογενειάρχη, Καναδό συνθέτη Galt Macdermott.

Ο συνολικά εγερτήριος και υψιπετής αντίκτυπος της παράστασης που παρακολουθήσαμε την 1η Δεκεμβρίου ήταν πάντως οπωσδήποτε συνέπεια του υψηλού πήχυ της παραγωγής σε όλες τις εκφάνσεις συγκρότησης του θεάματος. Μετρημένη, λοιπόν, θεατρική και έξυπνη η διδασκαλία του Δημήτρη Μαλισσόβα, λειτουργικό και ατμοσφαιρικό το σκηνικό του Ζήση Παπαμίχου,  ψαγμένα τα ποικίλα κοστούμια του Γιώργου Σεγρεδάκη, υποβλητικοί οι ψυχεδελικοί φωτισμοί του Περικλή Μαθιέλη, νευρώδης και συμμετοχική η ευάριθμη επί σκηνής οργανική στήριξη υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Κουρέτα, άρτια προετοιμασμένες οι χορογραφίες του Νίκου Μαριάνου, ευγενική στο αυτί η ηχητική ενίσχυση των αδόντων ηθοποιών μιας ομάδας  χωρίς αδύναμο κρίκο, από νέους/ες άξιους ονομαστικής μνείας μέχρις ενός και αποκαλυπτικά ταγμένους στο σεβασμό του έργου που κλήθηκαν να υπερασπισθούν.

.       Η ενδεικτική αναφορά μας δεν περιορίζεται σε «σταθερές αξίες», όπως ο πολυτάλαντος Αιμιλιανός Σταματάκης, ως διονυσιακός και γήινος -de facto- «φύλαρχος» Berger, ο Άρης Πλασκασοβίτης ως λεπτοδουλεμένος και όσο χρειαζόταν τσαλακωμένος Woof  ή ο πολύπλευρος  Ίαν Στρατής που ενσάρκωσε τον Claude χωρίς την οίηση του νεανικού ινδάλματος, αλλά ως  εύθραυστο διανοούμενο alter ego του Μπέργκερ, ως έναν ήρωα αμφίθυμο και αναποτελεσματικό, ανάμεσα στον Άμλετ και τον πάσχοντα Ιησού. Εστιάζουμε και στους νεοεισερχόμενους, ιδίως στην Sheila της Μαίρης Συνατσάκη, συμβολικό «μήλον της έριδος» μεταξύ Μπέργκερ και Κλωντ, στο νευρώδη Hud του Φαίδωνα Φαρίντ, με αισθησιακή αδρεναλίνη στην καταγγελία των φυλετικών διακρίσεων,  στη δυναμική Jeannie της Κατερίνας Σούσουλα, στον αισθαντικό Cooper του Αναστασίου Ράμμου. Μια έντονη παράσταση που τελικά -προς έκπληξή μας- «άφησε την ηλιαχτίδα να περάσει», τουλάχιστον στη δική μας ψυχή…