του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών τιμά τον Σύλλογο Φίλων τής Μουσικής
Ήταν ασφαλώς λόγω της επετείου τού «Πολυτεχνείου» που η τακτική συναυλία τής Παρασκευής τής Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών μεταφέρθηκε στην μεθεόρτια 19η Νοεμβρίου. Όμως, έστω και αδόκητα, η χρονική αυτή μετατόπιση εστίασε στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη εκδήλωση αποτελούσε πρωτοβουλία τού μόνιμου οικοδεσπότη τής ΚΟΑ, δηλαδή τού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, και μάλιστα τού «Συλλόγου των Φίλων της Μουσικής», επί τη επετείω της συμπληρώσεως 70 ετών από την ίδρυσή του, σωματείο τα αρχικά -αλλά και μεταγενέστερα- μέλη τού οποίου οραματίσθηκαν και χορήγησαν εξ ιδίων τον εμβληματικό αυτό πολιτιστικό πολυχώρο των Αθηνών, ώστε, με την ολοκλήρωση και τη δημιουργία του, να μεταβληθεί εκ βάθρων η λόγια και λοιπή μουσική πραγματικότητα τής Ελληνικής πρωτεύουσας.
Και όντως αυτή η επετειακά και συγκινησιακά φορτισμένη περίσταση, παρουσία τού Προέδρου του ΣΦΜ κ. Πάνου Δημαρά, υποστηρίχθηκε στιβαρά, με εναρκτήρια ανάκρουση Ελληνικού έργου, τη μετάκληση ενός ήδη αγαπημένου, αν και εισέτι νεαρού, δεξιοτέχνη ως σολίστ, αλλά και ενός από τους πλέον αξιόπιστους σύγχρονους πρέσβεις τής σχετικά νεόκοπης αλλά πολύ σοβαρής Φινλανδικής «σχολής» διεύθυνσης τής Ορχήστρας, τον αρχιμουσικό Hannu Lintu, μαθητή τού «πατριάρχη» της Jorma Panula. Για την εναρκτήρια «Ταναγραία» του Γιώργου Σισιλιάνου (1920-2005) η καθοδήγηση τής Ορχήστρας που είχε επωμισθεί την πρεμιέρα τού 1962 αποτελεί απόκτημα για το ηχογραφικό αρχείο τού Σχηματισμού. Η εννεάπτυχη σουίτα μπαλέτου αναδεικνύει ενδιαφέρουσα ρυθμολογία, όπου εναλλάσσονται σελίδες ζωηρές με άλλες αξιοσημείωτης υποβλητικότητας, ενισχύεται καθοριστικά από διάφανη, διακριτικά ατμοσφαιρική ενορχήστρωση, με το επιπλέον ευεργέτημα της βραχύτητας ως δικλείδα τής ευνοϊκής της υποδοχής.
Η μουσική προσωπικότητα τού εκ πεποιθήσεως ταξιδευτή μαέστρου, που συνδυάζει ηγετικές ευθύνες στην πατρίδα του με άλλες στην ευρωπαϊκά αντιδιαμετρική Πορτογαλία, επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά στο μονάκριβο κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα (1905), σε ρε ελάσσονα, έργον 47, του συμπατριώτη του Jean Sibelius (1865-1957) που ακολούθησε. Η ερμηνεία του κυριολεκτικά αναδύθηκε από το αρχικό pianississimo των εγχόρδων, ως διαδικασία άκρας οικονομίας στη διαχείριση τής δυναμικής με παράλληλη έμφαση στη συγκρότηση επεισοδίων εντός των μερών, που έμοιαζαν να ενσωματώνουν παγωμένες στιγμές χρόνου. Στον 22χρονο Daniel Lozakovich ο Λίντου είχε το προνόμιο ενός συνομιλητή με τεχνικό εξοπλισμό τονικά ακριβούς ατάκας και προσαρμογή στην διεύθυνσή του. Σημειωτέον ότι τα ευρέα τέμπι και η εμμονή τού Φινλανδού στον φωτισμό λεπτομερειών τής ενορχήστρωσης δεν λειτούργησαν επιτηδευμένα, αλλά αντιθέτως επέτειναν μιαν εμπειρία λεπταίσθητης εσωτερικότητας, με μιαν υποκείμενη αναπνοή τής μουσικής που σπανίως απολαμβάνουμε σε ερμηνείες αυτού του συγκλονιστικού κοντσέρτου. Αντίστοιχα νοσταλγικό υπήρξε και το ανκόρ του νεαρού βιρτουόζου, η μεταγραφή τού Γαλλικού αειθαλούς «Les feuilles mortes».
Η αναλυτική προσέγγιση τής παρτιτούρας δεν εγκαταλείφθηκε από τον επισκέπτη αρχιμουσικό ούτε για την «Ηρωική» 3η συμφωνία τού L.v.Beethoven που ολοκλήρωσε την βραδιά. Γρήγορα, σφιχτά τέμπι και παράλειψη τής επανάληψης στο απαιτητικό allegro con brio έδωσαν τη θέση τους σε ένα χαλαρό, ουδόλως άνευρο, αντιστρόφως αδυσώπητης κλιμάκωσης, «πένθιμο εμβατήριο» και την αναμενόμενη πολλαπλώς προμηθεϊκή διακήρυξη…