«Η Παρεξήγηση», του Albert Camus

51

«Η Παρεξήγηση», του Albert Camus

 

Μετάφραση: Μαριάννα Κάλμπαρη

Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς

Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Μουσική: Blaine L. Reininger

Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα

Οργάνωση Παραγωγής: Ηρώ Λέφα

Βοηθοί σκηνοθέτη: Χαρίκλεια Πετράκη- Νεφέλη Βλαχοπαναγιώτη

Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Μπίζα

Φωτογραφίες: Ελευθερία Νικολαΐδου

 

Ευχαριστίες στον Αντώνη Περιστεράκο και στα ΙΕΚ ΟΜΗΡΟΣ για τη βοήθειά τους στην πραγματοποίηση της φωτογράφισης

 

Μια συμπαραγωγή της Malentendu productions, του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν και της Panik Theater Productions

 

Με την υποστήριξη του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδας

 

Ερμηνείες (με αλφαβητική σειρά): Μαριάννα Κάλμπαρη (Μητέρα), Φλομαρία Παπαδάκη (Μαρία, σύζυγος του γιου), Αναστάσης Ροϊλός (Γιαν, γιος), Πηνελόπη Τσιλίκα (Μάρθα, κόρη και αδελφή)

 

Μουσική επί σκηνής και σε μικρό ρόλο: Blaine L. Reininger

 

 Ο Γιάννης Χουβαρδάς, μετά τους επιτυχημένους «Παλιούς καιρούς» του Χάρολντ Πίντερ (Harold Pinter, 1930 – 2008) – (Υπόγειο 2018 – 19) επιστρέφει στο Θέατρο Τέχνης με ένα έργο – μελέτη πάνω στη σύγκρουση του ανθρώπου με το μοιραίο και τις τραγικές συνέπειες μιας παρεξήγησης, που ελάχιστα έχουμε δει στην ελληνική σκηνή.

Η «Παρεξήγηση», γράφτηκε από τον κορυφαίο Γάλλο νομπελίστα συγγραφέα και (σ.σ. σκοτεινό και του παραλόγου) φιλόσοφο Αλμπέρ Καμύ το 1944. Πρόκειται για ένα έργο δομημένο κατά τους αριστοτελικούς κανόνες της τραγωδίας, που οι ρίζες της πλοκής του εντοπίζονται τόσο στην κλασική όσο και στην βιβλική παράδοση.

Η υπόθεση βασίζεται σε μια λαϊκή ιστορία. Ο ήρωας επιστρέφει στη γενέθλια γη, έχοντας φύγει από εκεί πολύ μικρός. Πηγαίνει κοντά στη μάνα και στην αδελφή του, οι  οποίες, λόγω  της  πολύχρονης  απουσίας  του, δεν  τον  αναγνώρισαν, ενώ και ο  ίδιος  δεν  ήθελε  να  τους  αποκαλύψει  ποιος  πράγματι  είναι, παρά  την  επιμονή  της συντρόφου  του  να  το  κάνει. Τραγική επιλογή, καθώς οι δύο γυναίκες, που διατηρούν ένα απόμερο πανδοχείο, ληστεύουν και δολοφονούν τους ενοίκους, για να πάρουν τα χρήματά τους, ώστε να φύγουν και να ζήσουν σε καλύτερο μέρος. Δηλαδή, ο γιος δολοφονείται λόγω παρεξήγησης. Η δικαιολογία της κόρης για το φόνο είναι να μπορέσει να ζήσει κοντά στη θάλασσα, στο δυνατό φως κι εκεί να συναντήσει τον έρωτα της ζωής της. Η μάνα, η οποία έχει κουραστεί από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, θα βρει τη λύτρωση σκοτώνοντας αλλά κι αυτοκτονώντας, όπως και η κόρη της. Πρόσωπα σύμβολα. Έγκλημα και τιμωρία. Άτομα – πιόνια της Μοίρας, που αδυνατούν να ξεφύγουν από «τα νύχια της». Σύγκρουση του Καλού με το Κακό.

Το θέματα που αναδεικνύει το κείμενο παραμένουν επίκαιρα στην εποχή της μοναξιάς  που βιώνουν οι άνθρωποι. Εγκλωβισμένοι στον απρόσωπο κόσμο της ηλεκτρονι-κοποίησης, όλοι γνωρίζουμε πως η ζωή βρίσκεται κάπου έξω από αυτόν και θα θέλαμε να ξεφύγουμε, αλλά τα φτερά μας είναι τσακισμένα. Να πάμε πού… και πώς, τη στιγμή που, πλέον, λείπει η ουσιαστική επικοινωνία ακόμη και με κοντινά μας πρόσωπα και όλη η ζωή μας είναι «θαμμένη» μέσα στον ψηφιακό κόσμο που ασφυκτικά μάς περιβάλει; Σε τέτοια απομόνωση και σε δέκτες δηλητηριασμένης παραπληροφόρησης, δηλαδή σε συνθήκες ζούγκλας, εύκολα εκκολάπτεται το φίδι της εγκληματικότητας και η άποψη: «Ο θάνατός σου ή ζωή μου».

Εμπνευσμένη σκηνοθεσία από τον Γιάννη Χουβαρδά (Βοηθοί σκηνοθέτη: Χαρίκλεια Πετράκη- Νεφέλη Βλαχοπαναγιώτη), που «ζωντανεύει» τη ζοφερή και μυστηριώδη πραγματικότητα μέσα στην οποία ζουν μάνα και κόρη, ως περιβάλλον, της ψυχοσύνθεσης που έχουν αναπτύξει αλλά και των πράξεών τους, σε ένα μέρος που όλα είναι «νεκρά»: ψυχές, χρόνος και τόπος. Στο θαυμαστό αποτέλεσμα συνετέλεσαν και οι άλλοι συντελεστές της παράστασης. Η πολύ ωραία μετάφραση είναι της  Μαριάννας Κάλμπαρη. Το άκρως ατμοσφαιρικό (σκοτεινό και ομιχλώδες) σκηνικό, όπου «αξιοποιείται» ολόκληρος ο σκηνικός χώρος του Θεάτρου Τέχνης, οφείλεται στην αρχιτέκτονα και σκηνογράφο Εύα Μανιδάκη (Βοηθός σκηνογράφου η Άννα Μπίζα). Τα ευφάνταστα κοστούμια σχεδίασε η ενδυματολόγος και σκηνογράφος Ιωάννα Τσάμη (Άξιο ιδιαίτερης μνείας το κορμάκι χορού της κόρης ως μαύρος κύκνος). Η αισθησιακή μουσική που «ντύνει» την παράσταση ανήκει στον Blaine L. Reininger, ο οποίος την αποδίδει στη σκηνή, ενώ «κρατάει» και μικρό ρόλο. Τους υποβλητικούς φωτισμούς σχεδίασε η Χριστίνα Θανάσουλα. 

 Εντυπωσιακές ερμηνείες  από τους ηθοποιούς, ιδίως στους ρόλους μάνας και κόρης, καθώς η Μαριάννα Κάλμπαρη και η Πηνελόπη Τσιλίκα καλούνται να υποδυθούν αλλοτριωμένα άτομα, με ταπεινά ένστικτα, που ζουν στον «δικό τους» κόσμο, με αξιοσημείωτα σημεία τόσο την πορεία της μάνας προς την δολοφονία του γιου της και στην αυτοκαταστροφή, όσο και της κόρης στον κύκνειο χορό θανάτου της. Η Φλομαρία Παπαδάκη (Μαρία, σύζυγος του γιου) και ο  Αναστάσης Ροϊλός (Γιαν, γιος), πλαισιώνουν όμορφα τις δυο περίεργες δολοφόνους ξενοδόχες. 

Οι θεατές, στην κατάμεστη αίθουσα, παρακολούθησαν μιαν ατμοσφαιρική παράσταση αξιώσεων, καταχειροκροτώντας όλους τους συντελεστές, στο τέλος. (Διάρκεια: 2 ώρες)

 

«Θέατρο Τέχνης»

Φρυνίχου 14, Πλάκα

Τηλέφωνο: 2103236732

Τηλεφωνικές κρατήσεις: 210-3228706, Δευτέρα – Παρασκευή 10.00 – 13.00

210-3222464, καθημερινά 17.00 – 22.00

 

Τετάρτη και Κυριακή: 19.00

Πέμπτη και Παρασκευή: 20.30

Σάββατο: 21.00

 

Ηλεκτρονική προπώληση: Viva.gr

 

Νίκος Μπατσικανής, ποιητής, συγγραφέας, κριτικός Θεάτρου,

μέλος τής Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών

 

Αλμπέρ Καμύ (γαλλικά: Albert Camus, 1913 – 1960): Γάλλος φιλόσοφος, συγγραφέας και σκηνοθέτης Θεάτρου, ένας από τους πιο δημοφιλείς φιλόσοφους του 20ου αιώνα, και ένας από τους ιδρυτές του παραλογισμού. Χρωστά τη φήμη του στα μυθιστορήματά του: «Ο Ξένος» και «Η Πανούκλα», στα θεατρικά του έργα: «Καλιγούλας» και «Οι δίκαιοι» αλλά και στα φιλοσοφικά του δοκίμια: «Ο Μύθος του Σίσυφου» και «Ο επαναστατημένος άνθρωπος». Τιμήθηκε, το 1957, με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, για το σύνολο του έργου του.

Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1913 στην Αλγερία, από πατέρα Γάλλο χωρικό και μητέρα Ισπανίδα. Μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια. Είχε έναν ακόμη μεγαλύτερο αδελφό. Ο πατέρας του, ο αλσατικής καταγωγής Λυσιέν, εργαζόταν για έναν έμπορο κρασιού, σε ένα κτήμα κοντά στο Μοντοβί (Mondovi) της Αλγερίας, όπου γεννήθηκε και ο Αλμπέρ. Επιστρατεύθηκε, όμως, τον Σεπτέμβριο του 1914 και τραυματίστηκε θανάσιμα στη μάχη του Μάρνη, στις 17 Οκτωβρίου του 1914. Ο μικρός Αλμπέρ θα γνωρίσει τον πατέρα του μέσα από μια φωτογραφία και μια σημαντική οικογενειακή ιστορία: την περιγραφή της έντονης αποστροφής που έδειξε ο πατέρας του μπροστά στο θέαμα μιας εκτέλεσης. Μετά τον θάνατο του Λυσιέν, η οικογένεια εγκαθίσταται στο Αλγέρι. Εκεί, ο νεαρός Αλμπέρ ασχολείται έντονα με τον αθλητισμό και συγκεκριμένα με το ποδόσφαιρο, αγωνιζόμενος στην ομάδα του σχολείου του, ως τερματοφύλακας. Μάλιστα, το 1937, όπως έγραψε και η εφημερίδα «Εκίπ», ο Καμύ πήρε μέρος σε αγώνα αντιπροσωπευτικής ομάδας του Αλγερίου εναντίον επαγγελματικού γαλλικού συλλόγου, στο Παρίσι. Αργότερα, στο Πανεπιστήμιο, υπήρξε μέλος της ποδοσφαιρικής ομάδας “Ρασίνγκ”, ενώ δέχτηκε πρόταση να γίνει επαγγελματίας παίκτης από δυο τουλάχιστον συλλόγους.

Ο Αλμπέρ κάνει τις σπουδές του έχοντας την υποστήριξη των καθηγητών του, μεταξύ των οποίων βρίσκουμε και τον Ζαν Γκρενιέ, ο οποίος θα του γνωρίσει το έργο του Γερμανού υπαρξιστή φιλοσόφου Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε (γερμ. Friedrich Wilhelm Nietzsche, 1844 – 1900). Ξεκινά να γράφει πολύ νέος και τα πρώτα του κείμενα φιλοξενούνται στο περιοδικό “Sud”, το 1932. Μετά το απολυτήριο λυκείου παίρνει πτυχίο ανωτάτων σπουδών στη Φιλολογία, της Φιλοσοφικής Σχολής, αλλά η φυματίωση (στα 1930 είχε την πρώτη του κρίση) τον εμποδίζει να περάσει τον διαγωνισμό πιστοποίησης που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με την εκπαίδευση. Για λόγους υγείας αποχωρεί από την οικογενειακή εστία. Μένει για λίγο σε έναν θείο του κι έπειτα αποφασίζει να ζήσει μόνος. Για να τα βγάλει πέρα παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα και κάνει διάφορες δουλειές.

Το 1935, Ιδρύει το Θέατρο της Εργασίας στο Αλγέρι, που αργότερα (1937) μετονομάζει σε «Θέατρο της Ομάδας». Στο μεσοδιάστημα, ο Καμύ αποφασίζει να εγκαταλείψει το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, δύο (2) χρόνια μετά την εγγραφή του σε αυτό. Εργάζεται στην εφημερίδα «Λαϊκό μέτωπο». Η έρευνα που κάνει με τίτλο «Μιζέρια της Καμπυλίας» θα συναντήσει αντιδράσεις. Το 1940, η κυβέρνηση της Αλγερίας θα κλείσει την εφημερίδα και θα φροντίσει να μη ξαναβρεί δουλειά ο Καμύ. Εγκαθίσταται στο Παρίσι κι εργάζεται ως γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα “Paris-Soir”. Εκείνη την περίοδο θα δημοσιεύσει τον Ξένο (1942) και το δοκίμιο «Ο μύθος του Σίσυφου» (1942) και θα αναπτύξει τις φιλοσοφικές του θέσεις. Σύμφωνα με τη δική του άποψη, περί ταξινόμησης του έργου του, αυτά τα έργα υπάγονται στον «κύκλο του παραλόγου», ο οποίος θα συμπληρωθεί αργότερα με τα θεατρικά έργα: «Η παρεξήγηση» και «Καλιγούλας» (1944). Το 1943 προσλαμβάνεται ως εκδότης από τον εκδοτικό οίκο «Γκαλιμάρ» και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της εφημερίδας «Μάχη». Το 1947, διαφωνώντας με τη συντακτική ομάδα της εφημερίδας, ο Καμύ την εγκαταλείπει. Συνεχίζει το λογοτεχνικό έργο με την παραγωγή του «κύκλου της εξέγερσης», που περιλαμβάνει ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του, την Πανούκλα (1947), αλλά και άλλα έργα, λιγότερο δημοφιλή.  Το 1952 έρχεται σε ρήξη με τον Γάλλο υπαρξιστή φιλόσοφο Ζαν Πωλ Σαρτρ (1905 – 1980).  

Ο Καμύ σκοτώνεται στις 4 Ιανουαρίου 1960, πριν προλάβει να συμπληρώσει τα 47 του, σε αυτοκινητικό δυστύχημα και τάφηκε στο Λουρμαρέν (Lourmarin) της Βωκλύζ, όπου είχε αγοράσει μια κατοικία.

Στο περιθώριο των κυρίαρχων φιλοσοφικών ρευμάτων ο Καμύ επέμεινε στον στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Αρνούμενος να εκφράσει ομολογία πίστεως στον Θεό, στην Ιστορία ή στη λογική, ήρθε σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, τον Μαρξισμό και τον Υπαρξισμό. Δεν σταμάτησε ποτέ την πάλη ενάντια στα ιδεολογήματα και τις αφαιρέσεις που αποστρέφονται την ανθρώπινη φύση.

Ο Αλμπέρ Καμύ παραδόθηκε στη διαρκή εναλλαγή για να αποφύγει τη «συνήθεια», ωστόσο διατήρησε μία και μοναδική ώς την τελευταία ημέρα της ζωής του: να γράφει για τους ανθρώπους, για «τα παθήματα της ψυχής» και για το «παράπονο των εγκλείστων στον εαυτό τους» ανθρώπων. Το σύνολο του έργου του (αριθμεί 30 βιβλία) είχε ευρύτατη απήχηση και μεταφράστηκε στις περισσότερες χώρες. Ο Καμύ ήταν ο κατ’ εξοχήν «ανθρώπινος» συγγραφέας, ο κατ’ εξοχήν ανθιστάμενος στην κωμωδία της καθημερινότητας, ο πραγματικός αναλυτής των «μάταιων πράξεων», όπως γράφει ο ίδιος, θέλοντας να χαρακτηρίσει την αγωνία του θανάτου. (Βικιπαίδεια, απόσπασμα)