του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Αν μάς προέλεγε κάποιος ότι η εσωτερική προετοιμασία μας για το Πάσχα του έτους 2018 θα διαπνεόταν από την παρακολούθηση ενός μιούζικαλ, ως κύριο πυλώνα της, θα τον αντιμετωπίζαμε με δυσπιστία ανάλογη εκείνης του -μετέπειτα Αποστόλου- Πέτρου όταν ο Ιησούς προέβλεψε την τριπλή απάρνησή Του από τον μαθητή «πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις». Κι όμως, παρά πάσα προσδοκία, η τρέχουσα καλλιτεχνική περίοδος εξελίχθηκε σε σεμινάριο ταχύρρυθμης εκπαίδευσής μας σε αυτή τη μεθοριακή περιοχή του λυρικού θεάτρου. Στην περίπτωσή μας μάλιστα ελεύθερη από νοσταλγία νεανικών «επαναστάσεων» και με αταλάντευτη προσήλωση προς το λόγιο παραστατικό ακρόαμα και τις επικατάρατες για πολλούς συμβάσεις του.
Παρόμοια υπήρξε η αντιμετώπισή μας και για την πρώτη «ροκ όπερα» της ιστορίας με τον προκλητικό τίτλο «Ιησούς Χριστός Υπέρλαμπρο Άστρο» (Jesus Christ Superstar, 1971), ένα έργο που ανέκυψε ως πρώτη ύλη δίσκου (1970) και που τελικά ο λιμπρετίστας Sir Tim Rice και ο συνθέτης Λόρδος Andrew Lloyd Webber διόγκωσαν σε πλήρως διαμορφωμένο μουσικό θέατρο, υιοθετώντας μορφολογικά την παράδοση των «Παθών» της Ευρωπαϊκής θρησκευτικής μουσικής. Γιατί, τηρουμένων των αναλογιών εκάστου, ήταν προφανής για εμάς η αναφορά της ροκ δραματοποίησης του Θείου Πάθους στα «Πάθη» του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, έστω και χωρίς τον Ευαγγελιστή ως ρεπόρτερ στη νεότερη σύνθεση. Μάς εξέπληξε μάλιστα η προσήλωση του ροκ έργου στην αφήγηση των Ευαγγελίων, εξευγενισμένη από την εξαιρετική μετάφραση της σκηνοθέτιδας της παράστασης Θέμιδος Μαρσέλλου, διαπίστωση που, παρεμπιπτόντως, εκθέτει όλους όσους, ασχημονώντας προκαταβολικά, επέβαλαν την αστυνομική φρούρηση του Θεάτρου Ακροπόλ! Η συνολική δύναμη και εντέλεια του αποτελέσματος, καθώς και η σκηνική αναφορά στη σημερινή Ελλάδα χωρίς δυσαρμονία προς το βιβλικό πλαίσιο, πιστώνονται πρωτίστως στο σεβασμό και την ευαισθησία της σκηνοθεσίας, εκτείνονται όμως παράλληλα σε όλη την ομάδα της παραγωγής, στη σκηνογράφο Μαίρη Τσαγκάρη, την ενδυματολόγο Παναγιώτα Κοκκορού, τη φωτίστρια Μελίνα Μάσχα, τη χορογράφο Άννα Αθανασιάδη, αλλά και τον αρχιμουσικό Ηλία Καλούδη.
Αλλά και στο επίπεδο της διανομής των ρόλων οι εκπλήξεις υπήρξαν ευχάριστες. Εν πρώτοις ο αρχάριος στο είδος Ησαΐας Ματιάμπα που φιλοτέχνησε έναν φωνητικά ατρόμητο Ιούδα, υποκριτικά δυναμικό και πιστευτό στην ψυχολογική του διαδρομή, συμπεριλαμβανομένης της εωσφορικής «προαγωγής» του σε άγγελο του Κακού. Ο εξωστρεφής και επιθετικός Ισκαριώτης του λειτούργησε σε ψυχοδυναμική αντιστοιχία με τον συγκλονιστικής εσωτερικότητας Ιησού. Τον υποδύθηκε αριστουργηματικά, ως παραστατικό ιδεότυπο του Θεανθρώπου, ο Αιμιλιανός Σταματάκης, αμήχανος στη διαχείριση των οπαδών, παράταιρος στην πλησμονή της πανανθρώπινης Αγάπης και Αλήθειας, με ανάγλυφη την εξέγερση της ανθρώπινης φύσης Του στο Μυστικό Δείπνο και, λίγο αργότερα, στο μονόλογο της ερημιάς του στη Γεθσημανή, ενσυνείδητα παθητικός στην άκρα ταπείνωση κλιμάκωσης του μαρτυρίου, πραγματικός απεκδεδυμένος Χριστός της δυτικής αγιογραφίας, άθυρμα στη φραγγέλωση, τη σταύρωση και την αποκαθήλωση. Και βέβαια με όλο το οικείο από προηγούμενες επιδόσεις του εύρος έκφρασης και δυναμικής, από τον τρυφερό ψίθυρο της εσωστρέφειας, του ελέους ή της συνθηκολόγησης με τον Πατέρα έως τη στεντόρεια αποκήρυξη των εμπόρων του Ναού και του προδότη Του.
Τρυφερή, ονειροπόλα, ηδύφωνη, υπήρξε η Ήβη Αδάμου, δυσχερώς ανταγωνίσιμη ως απόκοσμη και γεμάτη τρυφερό δέος για Εκείνον Μαγδαληνή, συμπτωματικά στην τελευταία της παράσταση πριν την απόσυρσή της λόγω εγκυμοσύνης (18/03/2018). Αισθαντικός Πιλάτος στον εισαγωγικό εσωτερικό μονόλογό του ο Βασίλης Αξιώτης, αλλά και αργότερα, ως υστερικά ταλαντευόμενος έπαρχος στο Πραιτώριο, πολυεπίπεδα συμπληρωματικοί οι Αρχιερείς, ο «κόντρα τενόρος» Στέλιος Κέλλερης ως ύπουλος γέρων Άννας και ο μπάσος Γιώργος Ζαχαρόπουλος ως ο γαμβρός του Καϊάφας, πολυτάλαντος στη χολλυγουντιανή αποδόμηση του Ηρώδη Αντύπα ο απρόσμενος και σπινθηροβόλος Νίκος Μουτσινάς, γοητευτικός νεαρός επαναστάτης ο Κωνσταντίνος Φραντζής ως παθιασμένος και γεμάτος αδρεναλίνη Σίμων Ζηλωτής, συγκινητικός Πέτρος στην υποκριτική απλότητα και την απέριττη θέρμη της εκφοράς του ο Μάριος Πετκίδης. Κυριολεκτικά αξιομνημόνευτοι όμως, μέχρις ενός, και όλοι οι λοιποί επί σκηνής αλλά και οι 10 μουσικοί στην τάφρο του Θεάτρου, μάς παρέσυραν σε μια καθολική παραστατική και βιωματική εμπειρία δυσθεώρητου επιπέδου. Χριστός Ανέστη!