Το σημερινό κείμενο εγκαινιάζει μιαν εορταστική ακολουθία αφιερωμένη στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με την ευκαιρία της τρέχουσας 75ης καλλιτεχνικής περιόδου από τότε που προσέλαβε τη σημερινή της νομική μορφή. Αναπόφευκτα η επέτειος διαμορφώνει και την ευκαιρία αναδρομής στο σκληρό έτος 1942 της Ιταλογερμανικής κατοχής, κατά το οποίο
η μέχρι τότε Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών μετασχηματίσθηκε σε επίσημο δημόσιο φορέα, ώστε να αναλογισθούμε γιατί απαιτήθηκε η οργανωτική μέριμνα των κατακτητών μας, προκειμένου να υλοποιηθεί μια τόσο αυτονόητη οργανωτική μεταβολή, που οι ίδιοι, αυτεξούσιοι, θα έπρεπε να είχαμε ήδη ολοκληρώσει.
Αφήνοντας για επόμενη περίσταση την εμβάθυνση αυτού του πάντα επίκαιρου προβληματισμού, ανατρέχουμε εισαγωγικά στο «Πρωτοχρονιάτικο Γκαλά» της Ορχήστρας, το οποίο, εν όψει εκδηλώσεων που ακολούθησαν, προσημείωσε μιαν υψηλή μέση ποιότητα που επιβεβαιώνεται στη διαδρομή της εορταστικής χρονιάς. Τρεις νέοι, μελετημένοι και δροσεροί λυρικοί ερμηνευτές επωμίσθηκαν ένα αφρώδες και απαιτητικό σε ιδίωμα και δεξιοτεχνία πρόγραμμα υπό τη σφριγηλή και εκλεπτυσμένη μουσική διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού. Η ζωηρή ανάκρουση της εισαγωγής στους «Γάμους του Φίγκαρο» του Μότσαρτ, πιστή στο αξίωμα της ιδεώδους διάρκειας «βρασμού αυγού», οδήγησε στη δυσχερέστατη, αιθέριας ατμόσφαιρας
και εκστατικής δεξιοτεχνίας, άρια κοντσέρτου «Vorrei spiegarvi» από την κολορατούρα υψίφωνο Νίνα Κουφοχρήστου.
Η γραμμή, η άρθρωση και η κλασσική οικονομία της συγκίνησαν τόσο στο κύριο μέρος της άριας όσο και στην γεμάτη αδημονία κατάληξή της. Μεταβαίνοντας από τον Μότσαρτ στον Ροσσίνι, ο τενόρος Βασίλης Καβάγιας ανταποκρίθηκε, με αίσθηση του ύφους και μεθυστική άρση στη στρατόσφαιρα, στην καβατίνα του Λιντόρο από την «Ιταλίδα στο Αλγέρι», χαρίζοντας έναρθρη διάσταση στην εισαγωγική λάγνα μελωδία του κόρνου. Τέλος, με ένα τυπικό ανκόρ της Αγνής Μπάλτσα, το καταληκτικό «Tanti affetti» από τη σκωτσέζικης θεματικής και παστέλ ατμόσφαιρας «Κυρά της Λίμνης» του ίδιου Ροσσίνι, συστήθηκε στο κοινό η μεσόφωνος Άρτεμις Μπόγρη, που πρόσφερε μπελκάντο για απαιτητικούς ακροατές, εκτελώντας ακόμη και τα φονικά φωνητικά άλματα ευτυχίας ανάμεσα στις οκτάβες με τη στιβαρότητα αλλά και την κομψότητα που ενδείκνυται.
Η βραδιά αγκάλιασε, στον ίδιο, αδιατάρακτα υψηλό, βαθμό τελειοθηρίας που εγγυάται η μουσική διδασκαλία του Άρη Χριστοφέλλη, ένα ρεπερτόριο εκτεινόμενο από την καυστική Γαλλική φινέτσα ενός Όφφενμπαχ και ενός Ροσσίνι (τρίο από τον «Comte Ory») μέχρι τον δυναμικό κόσμο του μιούζικαλ «West side story», για το οποίο επιστρατεύθηκαν επιτυχώς 4 ακόμη νεοσσοί του μουσικού θεάτρου, οι Βαγγέλης Αγγελάκης, Κοσμάς Μεταξόπουλος, Νίκος Μπογιατζής και Αντώνης Δήμου, το πρώτο αφιέρωμα στον επίσης εορταζόμενο εφέτος Λέοναρντ Μπερνστάιν!
Στις 16 Μαρτίου η ΚΟΑ απόλαυσε την τιμητική επιστροφή του Vladimir Ashkenazy στην Αθήνα και στο δικό της πόντιουμ. Γαλουχημένος σε μια πιο παραδοσιακή αντιμετώπιση του κλασικισμού, ο αναμφισβήτητης και εδραιωμένης ακτινοβολίας πιανίστας και αρχιμουσικός διαχειρίσθηκε το κύκνειο κονσέρτο του Βόλφγκανγκ Αμαντέ
Μότσαρτ, για κλαρινέτο και ορχήστρα, με απέριττα στοχαστική διάθεση, αξιοποιώντας μετρίως πλήθουσα διανομή του οργανικού σχηματισμού και, κυρίως, την παρουσία του Σπύρου Μουρίκη ως σολίστ. Η γαλήνια και χαλαρή γραμμή της εκφοράς του, η εσωτερικότητα και η ευκαμψία της δεξιοτεχνίας του, όπως και οι δυναμικές του ευαισθησίες διασκέδασαν έναν βαρύτερο του συνήθους βηματισμό για το Ηλύσιο αντάτζιο και υπηρέτησαν αποτελεσματικά το επίσης μετρημένο τέμπο του 3ου μέρους, αντισταθμιστικά πλούσιο πάντως σε υπαινιγμούς και στίξεις γι αυτήν την υπερβατική σύνθεση.
Είναι ίσως αυτή η προσωπική, αυθεντικά «σοβιετική – ρωσική», ερμηνευτική ματιά που αναμέναμε από τον ώριμο Ασκενάζυ και της οποίας η έλλειψη μετρίασε για εμάς την απήχηση της 10ης συμφωνίας του Ντμίτρι Σοστακόβιτς στο β’ μέρος της συναυλίας. Μια προσδοκία ίσως όχι εντελώς δικαιολογημένη με δεδομένο ότι ο καλλιτέχνης διέφυγε νεώτατος, στα 1963, από την ΕΣΣΔ και την πολιτική της καταπίεση, ζώντας εφεξής ως πολίτης του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, αισθανθήκαμε ότι η ρομαντικά αιματώδης ατμόσφαιρα του ορχηστρικού ήχου αντιστρατεύθηκε την άλλοτε ανατριχιαστική, άλλοτε γκροτέσκα και άλλοτε εξομολογητική ατμόσφαιρα μιας συμφωνίας, που έχουμε μάθει μέσα από μια πιο ασκητική, γκρίζα, και ψυχρή ηχητική, ανταποκρινόμενη στην ισοβίως τραυματική για τον Σοστακόβιτς εποχή του Στάλιν, που είχε τερματισθεί με το θάνατό του, λίγο πριν την πρεμιέρα της…