του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Κωνσταντίνος Καρύδης και Θεόδωρος Κουρεντζής στην εαρινή Αθήνα
Στις 20 Απριλίου και στις 20 (και 21 Μαΐου) το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών φιλοξένησε τα δύο πλέον προβεβλημένα διεθνώς «Κ» τής σύγχρονης Ελληνικής διεύθυνσης τής ορχήστρας. Σε ένα πρόγραμμα αδιάκοπης ροής των παρουσιαζόμενων έργων αποδόθηκε ο Κωνσταντίνος Καρύδης επικεφαλής τής Αγγλικής Ορχήστρας Δωματίου. Υπό συνθήκες σχεδόν ολοκληρωτικού σκότους, που συνδέουμε με συναυλίες τού Κουρεντζή, ένας κινητικά αμέτοχος Καρύδης παρακολούθησε τον εξάρχοντα Steven Copes και την Lucy Gould να εισάγουν το γεγονός με το πρελούδιο τού Alfred Schnittke για 2 βιολιά στη μνήμη τού Ντμίτρι Σοστακόβιτς, για να ακολουθήσει, χωρίς παύση, το τονικής μελωδικής ευφράδειας Αντάτζιο για έγχορδα τού Περικλή Κούκου, άξιο συχνότερων παρουσιών σε συναυλιακά προγράμματα. Ατάκα και οι 2 σπάνιες μινιατούρες τού ιδίου τού DSch, παγίωσαν πανίσχυρη ενότητα ατμόσφαιρας ανάμεσα στα διαφορετικά έργα, που κορυφώθηκε σε μια tour de force παροξυσμικού όσο και ελεγχόμενου παραληρήματος των εκλεκτών εγχόρδων.

Μαγική υπήρξε η σμίλευση των εισαγωγικών φράσεων τής Ορχήστρας υπό τον Καρύδη και για την υποδοχή τού 28χρονου σταρ τού πιάνου Jan Lisiecki στο 4ο κοντσέρτο τού Μπετόβεν, του οποίου έστεψε το α’ μέρος με καντέντσα εξαιρετικής διαύγειας και συνοχής. Οργισμένη, ταχεία, κοφτή ανάκρουση τού αργού μέρους από την ECO, με αντιστικτικής εσωτερικότητας ανταπόκριση τού σολίστ, εξακολούθησε και μετά την διακριτική διολίσθηση στην καταληκτική ζωηρή κίνηση. Αδιάπτωτη μετάβαση σημειώθηκε και ανάμεσα στον ‘Ύμνο τού Charles Ives και την καταληκτική 4η συμφωνία τού Μπετόβεν, εκτέλεση αναψυκτικής φραστικής διαχείρισης και ενημερωμένων αγωγικών επιλογών, γεμάτη δυναμισμό και ντετερμινιστική αισιοδοξία.
Ένα μήνα αργότερα ο Θεόδωρος Κουρεντζής χάριζε, στην ίδια αυτή αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», μιαν ακόμη βαθύτατα προσωπική -όπως πάντοτε- ερμηνεία της 9ης συμφωνίας τού Anton Bruckner, επικεφαλής τής ολοκληρωτικά δικής του Ορχήστρας Utopia, τού νέου του πολυεθνικού σχηματισμού, σε μιαν εγρήγορση συμβολικά ορθοστατική για την ένταση συμμετοχής των επίλεκτων μελών της. Ήταν μια ανάγνωση ευεπίφορη στην αναλυτική χρονοτριβή και διόγκωση των επεισοδίων τής συμφωνικής πλοκής, με όπλο τη ρέουσα σμίλευση τής ανάπτυξης και το σταθερά αχανές εύρος τής δυναμικής, με φαινομενικά απεριόριστο το περιθώριο μικροσκοπικής και μακροσκοπικής ταλάντωσης τού ήχου. Και, επιπλέον, το σημαντικότερο ίσως, χωρίς διακινδύνευση απώλειας τής μεγάλης εικόνας τού συμφωνικού ειρμού, διακύβευμα αμφίβολο υπό έλεγχο λιγότερο απόλυτο τής μπαγκέτας τού Κουρεντζή. Από την καθέλκυσή του, αυτός αναδείχθηκε ένας Μπρούκνερ απορροφητικός κάθε απόκοσμης ή και δυστοπικής έκφανσης τής εποχής μας. Το σκέρτσο ανταγωνίσθηκε τον πλέον τρομερό εφιάλτη τού Σοστακόβιτς, κυριολεκτικά επίφοβης, μιλιταριστικής αποκάλυψης, με τον «αγαπητό Θεό» τού συνθέτη να φέρει εν προκειμένω τη ρομφαία τού Αρμαγεδδώνος. Ακόμη και το τελικό αντάτζιο προσαρμόσθηκε σε αυτή την πληθωρική επίταση της ερμηνείας, συναρπαστικό in loco και λόγω της κυρίαρχης φυσικής παρουσίας τού Βυρωνιώτη «Χαρισματικού».
Εκτέλεση, λοιπόν, μνημειώδης, υπερβολικά αναθεωρητική για θιασώτες περισσότερο λυτρωτικής επίγευσης, εθισμένους σ’ έναν Eugen Jochum ή έναν Günter Wand, ανεξίτηλα πάντως χαραγμένη στη μουσική και την εν γένει βιωματική μας μνήμη!