του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Λαίδη Μάκβεθ τού Μτσενσκ εκ νέου από την Εθνική Λυρική Σκηνή
Είναι κοινή εμπειρία η αλλοίωση αίσθησης του χρόνου, του ιστορικού και του προσωπικού, που επέφερε η παρεμβολή της πανδημίας με την απότομη, μακρά και ακούσια αναίρεση τής κοινωνικής συμμετοχής, αυτονόητης για τον μέχρι τότε βίο. Γιατί όντως μοιάζει σαν χθες η πρώτη παρουσίαση, τον Μάιο του 2019, τής τελευταίας όπερας τού Ντμίτρι Σοστακόβιτς στην παραγωγή τής Fanie Ardant από την Εθνική Λυρική Σκηνή, 1 ½ μόλις χρόνο μετά την αποκαλυπτική εμπειρία τής έκτακτης φυσικής παρουσίας της σε συνέντευξη των τιμώμενων με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου Jeremy Irons και Isabelle Huppert στο Palazzo Venezia τής Ρώμης. Με αλησμόνητο το στοιχείο της φευγαλέας οπτασίας στην υπνοβατική της καθυστερημένη προσέλευση και της εύθραυστης στήριξής της στο μπράτσο του διάσημου συναδέλφου της, η Αρντάν, που στα 1997 είχε ενσαρκώσει τη Μαρία Κάλλας σε πολύπτυχο αφιέρωμα τού Γ’ Προγράμματος τής Ιταλικής Ραδιοφωνίας, μάς προϊδέαζε για μιαν αντίστοιχη σύλληψη τής επαρχιακής και αγροτικής «Λαίδης Μάκβεθ τού Μτσενσκ», που είχαμε γνωρίσει από Σοβιετικούς δίσκους τού μοσχοβίτικου Θεάτρου Νεμίροβιτς-Ντάντσενκο για την αναθεωρημένη από τολμηρότητες εκδοχή τού 1962 υπό τον τίτλο «Κατερίνα Ιζμαήλοβα». Και όντως, η Γαλλίδα σταρ απέφυγε την αλλοτρίωση και τη χρονική μετατόπιση της πλοκής, ενώ ανέσυρε από το δυνατό λογοτεχνικό, θεατρικό και μουσικό υπόβαθρο της τα ενδεχομένως αιώνια και κοινά ζητήματα που εκείνη θέτει: την αμφίστομη σαγήνη τής ακατέργαστης αρρενωπότητας, τον συναισθηματικό εστιασμό της γυναικείας σεξουαλικότητας και τον βίαιο συγκερασμό των δύο εις βάρος τού κατά βάθος «ασθενούς» φύλου, ιδίως όταν η έκβαση αυτή ευνοείται από παράγοντες κοινωνικής οπισθοδρόμησης.
Η νέα παρακολούθηση, στις 31 Οκτωβρίου 2023, επέτρεψε την επιβεβαίωση τού θεάματος ως ικανού να ενταχθεί σε κορμό διαρκούς επανόδου τού έργου στο ρεπερτόριο τού Θεάτρου. Με δεδομένο όμως ότι ζούμε σε κόσμο εξοικειωμένο με τολμηρά οπτικά ερεθίσματα, η εναρκτήρια συμβολική παρουσία των δύο παγωνιών στην αυλή των Ισμαήλωφ θα όφειλε να υπηρετείται από νεαρούς και αθλητικούς «performer», ώστε να υπηρετείται η οπτικοποίηση των αλύτρωτων ορμονών τού πλαισίου, ενώ και το δαντικό σύμπλεγμα των γυμνών σωμάτων τού ενυπνίου άξιζε μια πιο κοντινή στην αίθουσα ανάπτυξη από την δυσχερώς ορατή στο βάθος της σκηνής, αφού μάλιστα αυτοί ήταν οι ισχυρότεροι συμβολισμοί τού θεάματος. Αφού μάλιστα οι φωνητικά κραταιοί Ρώσοι πρωταγωνιστές, ο εργάτης Σεργκέι τού τενόρου Sergey Semishkur και η αφεντικίνα του Κατερίνα τής υψιφώνου Svetlana Sozdateleva, πόρρω απέχοντες από νεανικές φωτογραφίες τους στο ένθετο δελτάριο, κατέγραψαν χαμηλές πτήσεις υποκριτικής, κατανοητές πάντως για ερμηνευτές των ρόλων που τακτικά επωμίζονται. Ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος σκιαγράφησε έναν ανίσχυρο, αλλά όχι γελοιογραφικό σύζυγο και ο Γιάννης Γιαννίσης έναν ευπρόσδεκτα χυδαίο και φαλλοκράτη πεθερό, που θα ευνοείτο όμως από πραγματικό μπάσο. Άξιοι συντελεστές τού Θεάτρου τούς πλαισίωσαν με πεποίθηση, ενώ η ανάπτυξη των χάλκινων σε πλαϊνά θεωρεία τής αίθουσας από τον αρχιμουσικό Fabrizio Ventura ενίσχυσε τον συγκλονισμό από μια σφαιρικά συγκλονιστική λυρική δημιουργία.