Λούκας Βόντρατσεκ και λοιποί για καλούς σκοπούς στην Ελλάδα

125

Ο ρυθμός διαδοχής των πιάτων κατά την παράθεση ενός γεύματος αποδεικνύεται εξίσου σημαντικός και στη διαχείριση του «σερβιρίσματος» καλλιτεχνικών «εδεσμάτων», όπως επιβεβαιώθηκε επ’ ευκαιρία εκδηλώσεων για αγαθοεργούς σκοπούς σε σημαντικούς χώρους πολιτισμού της  Αθήνας.

Προηγήθηκε (26 Απριλίου) η εμφάνιση του ανερχόμενου πιανίστα Lukáš Vondráček στην  αίθουσα συναυλιών του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», δύο χρόνια μετά την επικράτησή του στον Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου «Βασίλισσα Ελισάβετ» (του Βελγίου), για τους σκοπούς του MakeaWish Ελλάδος, δηλαδή την εκπλήρωση ευχών «που έχουν τη δύναμη να μεταμορφώσουν τις ζωές παιδιών με πολύ σοβαρές ασθένειες». Και ακολούθησε (9 Μαΐου) η συναυλία «για την Ημέρα της Ευρώπης», Αυστριακών λυρικών καλλιτεχνών και δραστηριοποιούμενου στη Βιέννη Έλληνα πανεπιστημιακού και πιανίστα, που πραγματοποιήθηκε στο Αμφιθέατρο του Ιδρύματος Β. & Μ. Θεοχαράκη. Η τελευταία σηματοδότησε την έναρξη του -ήδη- 3ου Ελληνοαυστριακού Μουσικού Θέρους, θεσμού που έχει καθιερώσει η Αυστριακή Πρεσβεία και ο οποίος, μέσα από την οργάνωση συναυλιών ανά την Ελληνική περιφέρεια, διατρανώνει την εμπιστοσύνη στη Μουσική ως εργαλείο της διπλωματίας για την προσέγγιση χωρών και ανθρώπων.

  Η μπετοβενικής επιρροής, 5μερής, έσχατη και περίπου 40λεπτη, 3η σονάτα για πιάνο, έργ. 5, που ο 20χρονος Johannes Brahms παρουσίασε στα 1853, αποτελεί για τον Βόντρατσεκ επισκεπτήρια κάρτα συναυλιών ανά την υφήλιο. Η ερμηνεία  του, δακτυλικά ατρόμητη και φραστικά ιδιωματική, αποκάλυψε τη δομική ευστάθεια αυτού του νεανικού επιτεύγματος. Η επιλογή, ωστόσο, να προτάξει, χωρίς ορεκτικό στους ακροατές του, αυτόν τον πιανιστικό μαστόδοντα, που -σημειωτέον- αλλού έχει επιφυλάξει ως καταληκτικό σταθμό του επίσημου προγράμματός του, αποδείχθηκε ατυχής. Η Σονάτα υπήρξε το τελευταίο έργο που ο Μπραμς υπέβαλε στην κρίση του φίλου και μέντορά του Robert Schumann και εύλογα ο 31χρονος από την Οπάβα της Τσεχίας επέλεξε το «Καρναβάλι» του τελευταίου για την ολοκλήρωση του ρεσιτάλ, έχοντας παρεμβάλει, ως εθνική αναφορά, 4 Τσεχικούς Χορούς του Bedřich Smetana. Τον Σούμαν του, όμως, νιώσαμε επιφανειακό, λιποβαρή σε ιδεαλιστική ανάταση, σε ρομαντική ποιητικότητα, σε υψιπετή φαντασία. Μήπως όμως η εντύπωση αυτή ενισχύθηκε από την πρωτοβουλία των διοργανωτών να προσφέρουν αυτό το μακρύ πρόγραμμα προς «κατανάλωση» απνευστί και χωρίς ίχνος διαλείμματος;

Πάντως, στο σαφώς πιο μετρημένο γενικό πλαίσιο της πλέον πρόσφατης εκδήλωσης, οι νεαροί  Martin Friedrich Lechleitner, αρχάριος τενόρος – diseur με εξαίρετη άρθρωση, και EvaMaria Schmid, υψίφωνος με ισχυρή φωνή και τον αέρα σκηνής του φεστιβάλ οπερέτας του Mörbisch, παρουσίασαν ένα πανευρωπαϊκό πρόγραμμα, από όπερες και μελωδίες, ποικίλο, ευθύβολο και σαγηνευτικό. Η ευαίσθητη και μουσική συνοδεία ήταν του Παντελή Πολυχρονίδη, υπεύθυνου από το πιάνο και για Ελληνικές οργανικές πινελιές του Μάνου Χατζηδάκη. Αντί άλλης επωδού, λοιπόν, αποκαλύπτουμε  το αυθόρμητο σχόλιό μας προς την Πρέσβειρα της Αυστρίας κα Mag. Andrea Ikić-Böhm, ότι δηλαδή με τις τελευταίες νότες της «Εύθυμης Χήρας» ήταν σαν να έρρεε ήδη στο αίμα μας ευεργετικά η σαμπάνια. Γιατί σαφώς και το «σερβίρισμα» μετράει!