του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Αναδημοσίευση από την ΑΥΓΗ της Κυριακής 24.11.2019
Συχνά όσο και εσφαλμένα η ιδιωματικότητα στην ερμηνεία του Γαλλικού λυρικού ρεπερτορίου συναρτάται με την εντοπιότητα καλλιτεχνών. Δεν ήταν ποτέ έτσι, έστω και αν η πρόσκαιρη κάμψη της ερμηνευτικής παράδοσης στην ίδια τη Γαλλία ενίσχυσε παρόμοιες θεωρήσεις. Όσο και αν ξενίζει λοιπόν τον απληροφόρητο θεατή, η «υψηλής ευκρίνειας» αναμετάδοση (αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, 26/10/2019) της «Manon» στο πλαίσιο του κύκλου της καλλιτεχνικής περιόδου 2019-2020, αποτέλεσε μιαν ακόμη επιστροφή στις παραστατικές καταβολές τού δημοφιλούς μελοδράματος. Άλλωστε πρώτη διδάξασα του ρόλου στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης (1895) υπήρξε η γοητευτική Καλιφορνέζα υψίφωνος Sibyl Sanderson (1864-1903), μούσα τού συνθέτη Jules Massenet (1842-1912) για την Αλεξανδρινής θεματικής «Thais» (1894), βασισμένη στον Ανατόλ Φράνς, και είδωλο της Παρισινής Opéra Comique, όπου είχε πρωτοπαρουσιασθεί η «Μανόν» στα 1884. Πολλές δεκαετίες αργότερα, την θυμόταν με συγκίνηση ο αρχιμουσικός Pierre Monteux (πρβλ. τα 56 πολύτιμα δευτερόλεπτα συνέντευξής του εν Naxos, 8.111268-70), όταν, στα 1955, εκλήθη να ηχογραφήσει, επικεφαλής των δυνάμεων του Θεάτρου, την όπερα, αναπολώντας, ως νεαρό μέλος της ορχήστρας ακόμη, τη σχολαστική επίβλεψη των δοκιμών από τον ίδιο τον Μασσνέ. Η ιστορική έκδοση (εσχάτως Testament, SBT3203) συμπίπτει περίπου με εμφανίσεις του ηλικιωμένου πλέον μαέστρου στη Μετ, ενώ και ο Βρετανός Sir Thomas Beecham την είχε διευθύνει εκεί (πρβλ. αναμετάδοση του έτους 1943, Walhall WLCD0053), ομολογουμένως ο πλέον προκλητικός υποστηρικτής της στην ιστορία, αφού στον ίδιο αποδίδεται η καθ’ υπερβολήν ρήση ότι «θα αντάλλασσε όλο τον Μπαχ για ένα μέτρο της Μανόν»!
Με αυτές τις προϋποθέσεις αναφοράς στην παράδοση, η διδασκαλία του σκηνοθέτη Laurent Pelly σε συνδυασμό με τη μουσική
διεύθυνση του έμπειρου Maurizio Benini επέτυχαν να φωτίσουν σε τέτοιο βαθμό τη μουσική και δραματική συνοχή της όπερας, ώστε να θεωρούμε ότι για πρώτη φορά απολαύσαμε παρουσίαση της «Μανόν» που υποστήριζε τόσο την προτίμηση του Μασσνέ για τη φόρμα της «οπερά κομίκ» (σύνδεση των μουσικών μερών με ομιλούμενους διαλόγους ενίοτε και με μουσική τους υπόκρουση), όσο και τη μέχρι κεραίας αποκατάσταση των περικοπών της παρτιτούρας, χωρίς η πεντάπρακτη εκτύλιξή της να εκφυλίζεται σε μακρηγορία.
Στη σειρά αλησμόνητων ερμηνευτριών του 20ού αιώνα της Μετ (από την Lucrezia Bori και τη Bidu Sayão ως την Victoria de los Angeles, την Anna Moffo και τη Beverly Sills), η Lisette Oropesa διακρίνεται για τον σύγχρονο τρόπο ενσάρκωσης της Μανόν, ανατριχιαστικά πειστική στη συνεχή μετάπτωσή της από το ερωτικό πάθος στον κυνικό πραγματισμό της απληστίας. Αναβαπτισμένος στην ωμή εποχή μας, ο επίσης Αμερικανός τενόρος Michael Fabiano χάρισε αδρότητα και νεανική έξαρση στον επίσης ευμετάβολο Ιππότη Ντε Γκριέ, χωρίς να εξοβελίζει πιο αρωματικές αναμνήσεις προκατόχων του. Κάθε χαρακτήρας από τους περιφερικούς εισέφερε στο ψυχολογικό υπόβαθρο της πλοκής, με πρώτο τον βαρύτονο Artur Ruciński, ως παραδόπιστο εξάδελφο της ηρωίδας. Ο τενόρος Carlo Bosi ενσάρκωσε έναν αρκούντως γλοιώδη και απειλητικό Γκυγιώ, που καταστρέφει εκδικητικά το απρόσιτο για τον ίδιο αντικείμενο του πόθου, με συνεργό τον βαρύτονο Brett Polegato, έναν συγκεκαλυμμένα ύπουλο Μπρετινύ, εξίσου επικίνδυνο διαφθορέα της άπειρης νέας. Αξιομνημόνευτος και ο Κορεάτης βαθύφωνος Kwanchul Youn, πυλώνας του Φεστιβάλ Μπάυρώιτ, στο ρόλο του θεματοφύλακα της αστικής ορθότητας Κόμη Ντε Γκριέ, με επίζηλο ερμηνευτικό ήθος και Γαλλικά.
Συνοψίζοντας, θεωρούμε ενισχυμένη την πεποίθηση συνολικής υπεροχής τής μελοποίησης του ώριμου Μασσνέ έναντι της μεταγενέστερης νεανικής του Πουτσίνι, ούτως ή άλλως απαράκαμπτης λόγω του χειμάρρου μιας ορμητικής έμπνευσης. Και επιπλέον είμαστε ευτυχείς που, για να απολαύσουμε τη «Μανόν», δεν απαιτήθηκε να θυσιάσουμε ούτε μέτρο της μουσικής του Μπαχ!