του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Πολύ πιο συζητήσιμη από την «Αριάδνη στη Νάξο» που σχολιάσαμε προσφάτως αποδείχθηκε η αναβίωση της «Madama Butterfly» (τελική εκδοχή 1905) και πάλι από τις δυνάμεις της Κρατικής Όπερας της Βιέννης. Η όπερα του Giacomo Puccini περιγράφει την απερίσκεπτη γαμήλια σχέση ενός Αμερικανού υποπλοιάρχου με μια 15χρονη Γιαπωνέζα από το Ναγκασάκι, με εξοντωτική έκβαση για την προσηλωμένη σε αυτήν έφηβη ηρωίδα και με σαφή την αποικιοκρατική περιφρόνηση του νεαρού αξιωματικού απέναντι στις παραδοσιακές αξίες ενός εξωτικού για εκείνον πολιτισμού. Σε μια σπάνιου ενδιαφέροντος συγκυρία, πλήθος Κούρδων διαδήλωνε, λίγο πριν την έναρξη της παράστασης, έξω από το Haus am Ring κατά του Αμερικανού προέδρου Donald Trump και της αντίστοιχου κυνισμού προδοσίας του έναντι πιστών και αξιόμαχων συμμάχων. Παρά, ωστόσο, την παρουσία της διάσημης υψιφώνου Kristine Opolais στον επώνυμο ρόλο, η απρόσμενα πικρή επίγευση από την παρακολούθηση της 12ης Οκτωβρίου χρεώνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην άσπλαχνα μετρική και υπερταχεία μουσική διεύθυνση του αρχιμουσικού Jonathan Darlington, κρίσιμη για ένα έργο κατ’ εξοχήν συγκινησιακό τόσο για το ευρύ παγκόσμιο κοινό του, όσο και για τον ίδιο τον συνθέτη του.
Καταλήξαμε έτσι άναυδοι μάρτυρες ενός κυριολεκτικού αγώνα δρόμου, ο οποίος συχνά στερούσε από τους καλλιτέχνες ακόμη και τον στοιχειώδη χρόνο άρθρωσης του πλήρους κειμένου της όπερας, ενώ απέκλειε οποιαδήποτε, έστω ελάχιστη, ανάσα, επιτατική της εκφραστικότητας του τραγουδιού. Και ήταν πραγματικά κρίμα γιατί η συμβατικά αδιάφορη διδασκαλία του Josef Gielen με την οιονεί τουριστικής αναφοράς σκηνογραφία του Tsugouharu Foujita, επέτρεπε την ακώλυτη επικέντρωση του θεατή στη μουσική, ενώ η διανομή των κύριων ρόλων δεν παρουσίαζε αδυναμίες. Τόσο όμως η Οπολάις όσο και ο -debutant ως Πίνκερτον στο συγκεκριμένο θέατρο- Σικελός τενόρος Ivan Magrì, μαθητής παρεμπιπτόντως του Luciano Pavarotti, δεν αφέθηκαν να ξύσουν την εκφραστική επιφάνεια της μουσικής, αν και εισέφεραν ποταμούς εύηχου τραγουδιού. Σύμπτωμα οδυνηρό και για τον -επίσης πρωτοεμφανιζόμενο στη Βιέννη ως συμπαθητικός πρόξενος Σάρπλες- Τριεστίνο βαρύτονο Paolo Rumetz, όπως και για την ωχρή Σουζούκι της Σλοβένας μεσοφώνου Monika Bohinec, με μόνο «διασωθέντα» τον έμπειρο τενόρο Herwig Pecoraro στο ρόλο του προξενητή Γκόρο.
Την χαμένη αυτή ευκαιρία ισοσκέλισε η παρακολούθηση της 16ης Νοεμβρίου στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο της HD αναμεταδόσεως του Σαββατιάτικου matinee της Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης. Γι αυτή την 889η παράσταση της «Μαντάμ Μπατερφλάυ», η Μετ ανέτρεξε στην εμβληματική συμπαραγωγή της με την ENO και την Εθνική Όπερα της Λιθουανίας, που υπέγραψε, ως αξιομνημόνευτη μελοδραματική του διαθήκη, ο Anthony Minghella, επικεφαλής μιας έξοχης ομάδας. Η μετρημένη οργάνωση της κίνησης από την Carolyn Choa, το γεμάτο ευρήματα, μαγευτικό σκηνικό του Michael Levine, τα ψιλοδουλεμένα κοστούμια της Κινέζας μοντελίστ Han Feng, ο διακριτικός όσο και παρεμβατικός φωτισμός του Peter Mumford, καθώς και η ιδιοφυής επιστράτευση των Blind Summit Theatre που πέτυχαν να καταστήσουν μια μαριονέτα πιο πιστευτή εκφραστικά από άνθρωπο για την ενσάρκωση του νηπίου της Τσο Τσο Σαν, συνέργησαν με την γεμάτη ενσυναίσθηση μουσική διεύθυνση του Pier Giorgio Morandi για ένα συγκλονιστικό αισθητικό και βιωματικό αποτέλεσμα. Η Κινέζα πριμαντόνα Hui He, παλαιά γνώριμη παραστάσεων της ΕΛΣ, υποδύθηκε μιαν εκφραστικά λιτή Μπατερφλάυ, διόλου παιδιάστικη και με σοφές εφεδρείες κορύφωσης για το φινάλε του έργου. Με τη στήριξή της, ο Αμερικανός τενόρος Bruce Sledge, συντελεστής της Μετ από το 2003, πραγματοποίησε το αιφνίδιο ντεμπούτο του ως υποπλοίαρχος Πίνκερτον με επιτυχία. Έναν ασυνήθιστα ζωηρό πρόξενο ενσάρκωσε ο γοητευτικός Βραζιλιάνος βαρύτονος Paulo Szot, με την μεσόφωνο Elisabeth DeShong ως μια εντόνως διαδραστική και ερμηνευτικά ευαίσθητη Σουζούκι. Λεπτομέρειες, όπως η παρουσίαση του πλούσιου μνηστήρα Γιαμαντόρι (JeongCheol Cha) επιτέλους χωρίς φόρτιση παρωδίας, ενίσχυσαν την εμπιστοσύνη μας στο μεγαλειώδες δραματουργικό ένστικτο του Πουτσίνι!