«Μήδεια» του Μπέντα με επίκεντρο την Καμεράτα

38

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

           Ο Georg Anton Benda, τρίτος αδελφός του πρώτου γενεαλογικού «κύματος» της οικογένειας, απέκτησε φήμη χάρη στα δύο αλλεπάλληλα «μελοδράματά» του (1775), την «Ariadne auf Naxos» και την «Medea», με την τελευταία να προορίζεται για την Friederike Sophie Seyler, τη σημαντικότερη Γερμανίδα ηθοποιό της εποχής. Παρά την πρωτοτυπία τους και τη δύναμή τους, αμφότερα δεν αποτελούν μορφολογική επινόηση, αλλά ανάγονται ιδεολογικά στον φιλόσοφο και συνθέτη Jean-Jacques Rousseau. Εκείνος είχε οραματισθεί μιαν μετα – όπερα, που ο ερμηνευτής, πέρα από τραγουδιστής, θα είναι και «εξαίρετος μίμος», ώστε «οδηγημένος από ένα πάθος που δεν του επιτρέπει να εκφράσει τα πάντα, σταματά με παύσεις και διαστήματα, κατά τα οποία η ορχήστρα μιλά γι’ αυτόν». Αυτόν τον κατά Ρουσσώ «νέο συνδυασμό λόγου και μουσικής» ενστερνίσθηκε, ως πρωταρχική αρετή της τελευταίας στη θεατρική της διάσταση, και ο Lessing, ορίζοντας ως «οξυδέρκειά» της  την αδιάκοπη αναζήτηση νέων εκφραστικών μέσων. Πρέσβης των ιδεών αυτών, ο Μπέντα ενίσχυσε τη συνταγή αλληλουχίας λόγου και μουσικής της «Αριάδνης» σε ανάμειξη των δύο για τη «Μήδεια». Εξάλλου, ο θαυμασμός του Μότσαρτ, σε επιστολή προς τον πατέρα του (2/11/1778), μετά την παρακολούθηση της «Μήδειας» στο Μάνχάιμ, σε βαθμό μάλιστα ομολογίας ότι «Μήδεια» και «Αριάδνη» «του αρέσουν τόσο, ώστε τις μεταφέρει μαζί του», υπαγορεύει και το ύψος των απαιτήσεων αναβίωσής τους.

      9 χρόνια μετά την πρώτη της «Μήδεια» (20 και 21/02/2011), η «Καμεράτα»  επιβεβαίωσε το υψηλό επίπεδο της επίπονης αλλά ευεργετικής μεταλλαγής που έχει οδηγήσει στην καρποφόρα επιβίωσή της. Από την άλλη πλευρά, η συγκριτική ακρόαση, ενώ γράφονταν αυτές οι γραμμές,  ανέκδοτης «Μήδειας»  αρχείου (1999) με το συγκρότημα  La Petite Bande υπό τον Sigiswald Kuijken και με αφήγηση από την θυγατέρα του (υψίφωνο) Marie, πείθει, χωρίς ίχνος αμφιβολίας και αναδρομικά, για την … οξυδέρκεια επιλογής μιας τραγωδού του κύρους της Καρυοφιλλιάς Καραμπέτη για την δραματική εξαγγελία του επώνυμου ρόλου σε παλαιότερη και παράλληλες περιστάσεις. Υπήρξε λοιπόν αντίστοιχα ανακουφιστική η αίσθηση, πίσω από τη μικρή οθόνη του υπολογιστή, ότι, στην άνευ κοινού παράσταση της 30ής Νοεμβρίου που παρακολουθήσαμε σε απευθείας ροή, το αξιόλογο κείμενο του Friedrich Wilhelm Gotter, σε θεατρικά ολοζώντανη μετάφραση του αρχιμουσικού της βραδιάς Μάρκελλου Χρυσικόπουλου, αναδείχθηκε αποτελεσματικά και από την ομότεχνό της Κόρα Καρβούνη. Και αν η δική της Μήδεια μαρτυρεί ίσως λιγότερο βασιλική καταγωγή, άγγιξε μολαταύτα ριψοκίνδυνα άκρα υποκριτικής, σε αδιάπτωτη και πυρετώδη ένταση συνεργασίας με τους παθιασμένους μουσικούς και τον δυναμικό τους μαέστρο.

     Μια παρατήρηση! Σε επίσημα κείμενα της εκδήλωσης δεν εντοπίσαμε αναφορά στη νέα έκδοση του έργου (Bärenreiter 2018), της -φερόμενης ως ευρείας και βραχύτερης- αναθεώρησης του έτους 1784.  Ενδεχόμενη αξιοποίησή της όμως δεν θα ενίσχυε μόνο ταυτοτικά ένα ήδη επιτυχημένο εγχείρημα, αλλά θα ανταποκρινόταν και στην εκπεφρασμένη επιθυμία του συνθέτη. «να είχα φέρει εξ αρχής στο θέατρο τη Μήδεια σε αυτή τη μορφή … με βελτιωμένη μουσική». Κρίμα!