του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Χρειαζόταν κάποιος με το βιογραφικό του πιανίστα και μαέστρου Christoph Eschenbach, ώστε, στο πλαίσιο ευεργετικής συναυλίας για τα παιδιά του Ουκρανικού Πολέμου, στο ιστορικό Konzerthaus του Βερολίνου, να επιτύχει το πλέον εύστοχο πλήγμα στο μαλακό πνευματικό υπογάστριο του υπέροπλου εισβολέα. Παρόμοιο θύμα της τελευταίας παγκόσμιας σύρραξης, λυτρωμένος με κόπο μέσω της Μουσικής, ο Έσενμπαχ χάρισε στους Βερολινέζους παριστάμενους και σε Ευρωπαίους τηλεθεατές του διαύλου 3sat ένα δύσκολο, αγωνιώδες πρόγραμμα. Την «Προσευχή για την Ουκρανία» (2014) του Ουκρανού Valentin Silvestrov (*1937) ακολούθησαν εξ ολοκλήρου έργα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, διεκδικώντας έτσι για τους αμυνόμενους την βεβαιότητα συνηγορίας του Ρώσου συνθέτη, τόσο τρομοκρατημένου στις φωτογραφίες, αλλά θαρραλέου στις δημιουργίες του. Προειδοποίησε δε υπαινικτικά αλλά με σαφήνεια, ως Γερμανός ο ίδιος, ότι, όσο και αν ο φορμαλισμός μιας καλλιτεχνικής πολιτικής ορθότητας υπαγορεύει να αφήνουμε τη Μουσική (και την Τέχνη γενικότερα) έξω από τον πολεμικό ορυμαγδό, γενεές του επιτιθέμενου κράτους θα βρεθούν αναπόφευκτα σε θέση απολογούμενου με όρους εθνικού αυτοματισμού για το αδιανόητο αιματηρό εγχείρημα, urbi et orbi.
Κατευθυνόμενοι πάντως προς το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για την συναυλία της 21ης Ιανουαρίου του -νέου ακόμη- έτους 2022 ελάχιστα υποθέταμε ότι η κριτική αναδρομή θα προσελάμβανε διαστάσεις παρόμοιου γεωπολιτικού δράματος. Μολαταύτα, τόσο ο θεματικός τίτλος της βραδιάς «Μοιραίες Έλξεις» όσο και το εναρκτήριο αυτής συμφωνικό ποίημα του César Franck «Le chasseur maudit» (1882) δεν θα μπορούσαν να αποδειχθούν περισσότερο προφητικά και επίκαιρα. Ο αρχιμουσικός Paweł Kotla διακρίθηκε για την εξαιρετική οργάνωση των ομάδων της Κρατικής μας, συμπεριλαμβανομένης της συστοιχίας των κόρνων, κυρίαρχων στην έναρξη όσο και στη διαδρομή του έργου και παραπεμπτικών στην «κυνηγετική» ιδιότητα του «καταραμένου» ιερόσυλου χαρακτήρα. Ο Πολωνός διαχειρίσθηκε έγκυρα αγωνιώδεις εξάρσεις και διαλόγους εγχόρδων και χάλκινων, αποδίδοντας αφηγηματική βαρύτητα σε αυτή την παρτιτούρα γερμανόστροφου ρομαντισμού.
Όχι ένα αλλά δύο φλάουτα αξιοποίησε εντυπωσιακά η επίσης Πολωνικής καταγωγής Ιβόνα Γκλίνκα ως σολίστ του εκτελούμενου για πρώτη φορά από την ΚΟΑ και ιδιαιτέρως απαιτητικού κοντσέρτου (2019) του Μιχαήλ Τραυλού (*1950), που ο ίδιος συνδυασμός είχε πρωτοπαρουσιάσει στο Κισινάου της -φευ- επισφαλούς πλέον Μολδαβίας.
Οι προσδοκίες ωστόσο δεν δικαιώθηκαν αναφορικά με το piatto forte της βραδιάς, την 4η συμφωνία του Τσαϊκόφσκι, κυρίως επειδή ο μαέστρος απέτυχε να εμπιστευθεί την εντέλεια της σύνθεσης που ο χαρισματικός μουσουργός κατέκτησε στο εξομολογητικό αυτό προγραμματικό αριστούργημά του. Αντίθετα με ερμηνείες δραματικής ευθύτητας, όπως κατ’ εξοχήν εκείνες των δύο Γεβγκένι, Μραβίνσκι και Σβετλάνωφ, ο Κότλα ανέκοψε συστηματικά, με ρουμπάτι υπερβολικής έμφασης, την αδήριτη και καταιγιστική εμπροσθοβαρή κλιμάκωση της Συμφωνίας στο περίπου 20λεπτο α’ μέρος, θυσιάζοντας την συνοχή του σε άθροισμα επεισοδίων, η ογκώδης προβολή των οποίων δεν ισοσκέλιζε την απώλεια της αθροιστικής επέλασης. Η αγωγική επιτήδευση εξακολούθησε και στην αργή κίνηση, βραδύτερη του επιθυμητού, αλλά ενοχλητικά υπερταχεία στην κεντρική παράγραφό της. Μια άρτια εκτελεσμένη, λοιπόν, αλλά βαριά ερμηνεία, που απέτυχε να απογειωθεί…