του Κυριάκου Π. Λουκάκου
«Μπετόβεν μόνο» από την ΚΟΑ
Πολλές οι σκέψεις στα μέσα τού περασμένου Δεκεμβρίου, καθώς οδεύαμε προς το Μέγαρο Μουσικής τής λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας για την τακτική μας συνάντηση τής Παρασκευής με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Αίφνης, το όνομα τού αρχιμουσικού Yoav Talmi μάς ήταν οικείο ήδη από την δεκαετία τού 1980, όταν ο φέρελπις μαιτρ εμφανιζόταν τακτικά με Γερμανικές ορχήστρες και σε συνακόλουθες ραδιοφωνικές αναμεταδόσεις. Μολαταύτα, μην ανακαλώντας ερμηνευτικό στίγμα του για τον Μπετόβεν, ερωτήματα όπως ποια άραγε θα ήταν η άποψη τού 80χρονου πλέον για τον πολυερμηνευμένο «γίγαντα τής Βόννης» και πώς αυτή θα οιστρηλατούσε την ΚΟΑ ήταν μερικοί μόνον από τους προβληματισμούς μας.
Δυσχερώς ανιχνεύεται μουσικό κήρυγμα ελευθερίας, το οποίο εγκαινιάζεται με τόσο επίσημα τραγικό και αγωνιώδη τρόπο, όπως η σκηνική μουσική τού Μπετόβεν για το ιστορικό θεατρικό έργο τού J.W.v.Goethe «Egmont», η μεγαλειώδης εισαγωγή στην οποία έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα στην μονογραφική αυτή συναυλία. Πουθενά η δίοδος προς τον τελικό, λυτρωτικό θρίαμβο δεν εκμαιεύεται με παρόμοια προσμονή από το μεταβατικό λυκαυγές της. Πρώτη μας παρατήρηση, λοιπόν, και καθοριστική για την -προσωπική μας τουλάχιστον- πρόσληψη τού σημαντικού αυτού μουσικού γεγονότος, ήταν ότι η ανάγνωση τού Τάλμι κυοφόρησε ελλιπώς εξάψεις αφήγησης, με αποτέλεσμα μια μάλλον στωική εκτέλεση χωρίς εκπλήξεις και κορυφώσεις. Ήταν άραγε μια περιορισμένης επιτυχίας απόπειρα αναδρομής σε παλαιότερες ερμηνευτικές πεπατημένες ή μήπως η χρονική εγγύτητα τής συναυλίας με την τραυματική 7η Οκτωβρίου είχε απονευρώσει στην ψυχή τού καλλιτέχνη το ίδιο το ιδεαλιστικό όραμα τού Μπετόβεν για ελευθερία;
Ο χειρισμός τού «Αυτοκρατορικού» 5ου κοντσέρτου για πιάνο επιβεβαίωσε τους φόβους μας ότι ο Ισραηλινός μουσικός, φυσιογνωμία στη χώρα του και ως συνθέτης (μ.ά. του επίσημου ύμνου τού Ισραηλινού στρατού), δεν έχει αφομοιώσει επαρκώς εξελίξεις σχετικές με την ερμηνεία τού Μπετόβεν. Τα ευκίνητα μεν αλλά ανούσια τέμπι του, σε αυτό το κατ’ εξοχήν συμφωνικό κοντσέρτο, υπαγόρευσαν και στον πιανίστα Γιώργο-Εμμανουήλ Λαζαρίδη μια κατανοητά επιφυλακτική στάση αποφυγής πλαισίου διεκδικητικού διαλόγου. Έτσι, στο αργό μέρος η σύμπραξη απέτυχε να αποδώσει τόσο την εσωτερικότητα όσο και την ενόραση τής βραχείας αλλά πυκνής αυτής κίνησης, ενώ τα πράγματα επιδεινώθηκαν στο τελικό ρόντο, όπου, εκτός από τραχύτητες στην απόδοση τής ορχήστρας, παρά το υπερταχύ τέμπο (ή μάλλον εξαιτίας του) το μέρος αυτό φάνηκε ατελείωτο.
Τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν ούτε μετά το διάλειμμα, με την ανάκρουση τής πλέον διονυσιακής από τις συμφωνίες τού Μπετόβεν, της 7ης, που επίσης ο Τάλμι αντιμετώπισε ισοπεδωτικά, με επιφανειακή διαχείριση επιλεκτικά ιλιγγιωδών ταχυτήτων (όπως στο αλεγκρέτο) και με ακατάβλητα κραυγαστική και αγχώδη μετρικότητα. Έφταιγε η ταχύτητα; Ανατρέχοντας στη μνήμη (και στην ηχοθήκη μας), ανασύραμε μιαν εκπεφρασμένα φανατική γενική δοκιμή τού ίδιου έργου υπό τον Hermann Scherchen, προκειμένου να επιβεβαιώσουμε ότι υπάρχει δυνατότητα εσωτερικής νοηματοδότησης μιας έστω και αθλητικής αγωγικής επιλογής. Αυτή έλλειπε στην περίπτωσή μας, απατηλή, άυλη αλλά αναγκαία όσο και το μυστικό τής κοντέσας Βαλέραινας!