Νικόλαος Μάντζαρος … με ολίγον Τζων Άνταμς από την ΚΟΑ

25

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

Δεν συνδέεται ασφαλώς προγραμματικά το ολιγόλεπτο «The Chairman dances» του Αμερικανού  μινιμαλιστή John Adams με το εν συνεχεία αμιγώς αφιερωμένο στον Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο πρόγραμμα συναυλίας που δόθηκε από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 25 Φεβρουαρίου στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» (Φίλων της Μουσικής). Σύνθεση στο όριο ανοχής της επαναληπτικότητας, με σφριγηλή ρυθμική εμμονή και διακριτικά πληθωρική ενορχήστρωση,  αυτό το catchy φοξ τροτ σηματοδοτεί in brevi μια συγκεκριμένη κατεύθυνση της δυτικής τονικής μουσικής του 20ου αιώνα. Σημαντικότερη ωστόσο αναδεικνύεται, στο πλαίσιο αυτό,  η δεύτερη μετάκληση,  στην αυτή καλλιτεχνική περίοδο,  του αρχιμουσικού Σπύρου Προσωπάρη, που, υπερακοντίζοντας τον επετειακό απόηχο της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, επιπλέον αποδίδει στην Κέρκυρα, βασιλίδα των Επτανήσων, μιαν οφειλόμενη αναγνώριση. Όχι απλώς ως κοιτίδας μουσικής επαφής της αναγεννώμενης Ελλάδας με τη Δύση, αλλά και ως χώρου πολλαπλής και σημαντικής εκπαιδευτικής και μουσικολογικής δραστηριότητας του Ιονίου Πανεπιστημίου κατά τις τελευταίες δεκαετίες.  Αν και ανήκουμε στους «φειδωλούς» εκείνους τιμητές της λόγιας μουσικής της πατρίδας μας ως κατ’ αρχήν ετερόφωτης και περιφερειακής εμβέλειας, προσυπογράφουμε όμως ανακουφιστικά, εκ του αποτελέσματος της συναυλίας,  την εκτίμηση ότι αν ο Μάντζαρος «είχε εγκατασταθεί σε κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα θα μάς είχε αφήσει αριστουργήματα και στη μουσική για το θέατρο». Η αξιολόγηση αυτή του Κερκυραίου «ερασιτέχνη» -καθότι αριστοκράτη- μουσουργού διατυπώθηκε από τον μαθητή του Δομένικο Παδοβά εν έτει 1872, και ίσως όχι απλώς ως μια εκ μέρους του εύλογη αλλά γενναιόδωρη υπερβολή ευγνωμοσύνης, αν κρίνουμε τουλάχιστον από την πειστική αθηναϊκή παρουσίαση πρώιμων έργων του.

Με οδηγό το λυτρωτικά ελεύθερο επιθετικών και υπερθετικών προσδιορισμών συνοδευτικό κείμενο του Κώστα Καρδάμη, απολαύσαμε εν πρώτοις την Sinfonia αρ.1 «εθνικού» μας συνθέτη. Σε ενορχήστρωση του John Thornley, αυτή η εισαγωγή «Di genere orientale», κομψής και ευφυούς γραφής, ανέδειξε αξιοσημείωτο άγγιγμα ροσσίνειας ιδιοφυίας. Αξιόλογη και η άρια για υψίφωνο «Come augellin che canta», που, μετά την ορχηστρική εισαγωγή με βιολί σόλο, ερμήνευσε με πλούσιο ήχο και μουσικότητα η Ρόζα Πουλημένου. Η άρια για βαρύτονο από τον «Don Crepuscolo» υπηρετήθηκε οριακά από τον Παναγιώτη Πράτσο, αλλά η φιλόδοξη sinfonia της καντάτας «Ο Οδυσσέας στα Ηλύσια», δομικά ασφαλής  και με το βλέμμα στο μέλλον, μάς έπεισε ότι η εντοπιότητα υπήρξε όντως περιοριστική για τον Μάντζαρο. Παρά την επωφελή ενορχήστρωση του μαέστρου, η Ρομάντσα για τρομπέτα, που επωμίσθηκε επάξια ο Γιάννης Καραμπέτσος, δεν υπερέβη ένα επίπεδο απλοϊκότητας. Ανατροπή ωστόσο αποτέλεσε η Sinfonia αρ. 9, καλογραμμένη και εκτεταμένη σύνθεση με «θεατρικές» περιπέτειες στη θεματική έκθεση των κεφαλαίων της και με την ευφρόσυνη επισημότητα των ωραιότερων του είδους, χάρη στην εξαίρετη ενορχήστρωση του Προσωπάρη.  Αξιοπρόσεκτη και η σκηνική καντάτα «L’ Aurora», που, παρά το τυπικά «αρκαδικό» στυλιζάρισμα του 18ου αιώνα, υπαγορευμένο από το κείμενο του Pietro Metastasio, ήδη στο recitativo accompagnato διαψεύδει κάθε υπόνοια άψυχης συμβατικότητας, αν και οι δεξιοτεχνικές απαιτήσεις τής άριας δοκίμασαν τις δυνατότητες της σολίστ…