Ντ’ Αννούντσιο και Ντε Σαντ – Η σκοτεινή πλευρά της «αρρενωπής» κυριαρχίας

26

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

Ντ’ Αννούντσιο και Ντε Σαντ – Η σκοτεινή πλευρά της «αρρενωπής» κυριαρχίας

Προλεγόμενα σε ενδιαφέρον δίπτυχο από την Εναλλακτική Σκηνή τής ΕΛΣ

Ήταν τους πρώτους μήνες ακύρωσης εκδηλώσεων με φυσική παρουσία κοινού λόγω πανδημίας, όταν είχαμε αναφερθεί από τη στήλη σε σημαντικό μουσικό γεγονός Ελληνικού ενδιαφέροντος. Στις 8 Μαρτίου 2020 αναμεταδόθηκε από σταθμούς τής Ευρωπαϊκής Ραδιοφωνικής Ένωσης (EBU) και για μόλις δεύτερη φορά μετά την εκκρεμή επί ένα και πλέον αιώνα πρεμιέρα της (2005) λόγω τού Α’ Παγκοσμίου πολέμου, η όπερα «La Ville morte», μελοδραματική μεταφορά ομότιτλου θεατρικού έργου τού παρακμιακού, νιτσεϊκού, εθνικιστή και αισθητιστή ποιητή και δραματουργού Gabriele D’ Annunzio, με τη μουσική των θρυλικών Nadia Boulanger και Raul Pugno. Η ψυχαναλυτική της πλοκή  πραγματεύεται την επ’ ευκαιρία ερασιτεχνικής αρχαιολογικής ανασκαφής στις Μυκήνες  σταδιακή κατάληψη ψυχών και υπάρξεων μιας τετράδας χαρακτήρων από τα μιαρά και αιματηρά πάθη των Ατρειδών.

 

Μελίσσα Χάρβεϋ, Τζόσουα Ντέννις, Λώρι Ρούμπιν, Τζορέλ Ουίλλιαμς

    Είχαμε τότε τολμήσει άμεσα να οραματισθούμε εγχώρια παρουσίαση τής «Νεκρής Πόλης» εν όψει των 200 ετών από την εθνική παλιγγενεσία «ενδεχομένως σε αρχαιολογικό χώρο, με ενιαίο σκηνικό … και με νέα, ολιγομελή ενορχήστρωση να προετοιμάζεται εν όψει αμερικανικής πρεμιέρας της επόμενης χρονιάς». Και ω του θαύματος! Η παρουσίαση τού έργου τον Ιανουάριο τού 2024 ήταν μια από τις ελάχιστες ανταποκρίσεις σε «έκκλησή» μας από αρμοδίους στις δεκαετίες τής αρθρογραφίας μας. Επιπλέον όμως, η προφανώς όχι σκόπιμη χρονική εγγύτητα παρουσίασης τής παραγωγής αυτής  με εκείνη τού «Σαλό -120 μέρες των Σοδόμων», μεταφορά στη θεατρική σκηνή βασισμένη στο βιβλίο τού Μαρκησίου De Sade και στην κινηματογραφική ταινία τού Pier Paolo Pasolini, μάς αποζημίωσε όχι μόνον για την καθυστέρηση υλοποίησης τής προσδοκίας μας αλλά και για την απώλεια τής ευκαιρίας αξιοποίησης τής εθνικής επετείου. Και τούτο επειδή η προγραμματική ακολουθία των δύο έργων συγκρότησε ένα συναρπαστικό δίπτυχο που συμπλήρωσε τη μουσική και θεατρική εμπειρία με έναν ευπρόσδεκτο κοινό προβληματισμό στη βάση τού λογοτεχνικού υπόβαθρου των δύο έργων και των πολλών παραλληλιών τού Ντ’ Αννούντσιο με τον Ντε Σαντ, ενώ φώτισε και την αναφορά στον σκηνοθέτη τού «Σαλό» από μιαν αεί επίκαιρη οπτική γωνία. Και τούτο επειδή ο Ιταλός δημιουργός μετέφερε με αξιομνημόνευτη διεισδυτικότητα ένα κυριολεκτικά ακατονόμαστο έργο χωρίς την προκάλυψη ηθικολογικού σχολιασμού, και μάλιστα το έπραξε έχοντας στο ενεργητικό του την πλέον λιτή και απεσταγμένη κινηματογραφική μεταφορά τού «Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου», επικεντρωμένη σχεδόν αποκλειστικά στον λόγο τού Ιησού και με τη μητέρα του ως σημαδεμένη από πόνο και ρυτίδες, αυτοαναφορική για τον ίδιο, Παναγία.

Συμπερασματικά, η συνδυαστική παρακολούθηση των παραστάσεων ανέδειξε παραλληλίες των συγγραφέων και των κειμένων τους, με εξάρχουσα  την αυθαίρετη επιβολή μιας «αρρενωπής» κυριαρχίας που καταλήγει στην αναίρεση τού ερωτικού υποκειμένου, εξαντλώντας την ανέλεγκτη ισχύ τού θύτη πάνω στο θύμα του. Όσο δε και αν ο ρομαντικός μυστικισμός τού Ντ’ Αννούντσιο εξυψώνει ποιητικά το δικό του αποτύπωμα, αυτό δεν διαφοροποιείται ουσιωδώς από την απροκάλυπτη και επίσης ακραία αυθαίρετη επιδίωξη τής ηδονής μέσα από τις μέχρι θανάτου δοκιμασίες των ανυπεράσπιστων νεαρών θυμάτων τού «Σαλό»…

 

Μια άλλη «Νεκρή Πόλη» αναβιώνει ως όχι απλή μελοδραματική υποσημείωση

 

Νεκρή Πόλη στην Εναλλακτική Σκηνή ΕΛΣ (uncredited photo by courtesy of GNO)

Ας μην συγχέεται «Η Νεκρή Πόλη» (Die Tote Stadt, 1920) τού Erich Wolfgang Korngold, νοσταλγικό υστερόγραφο ενός κόσμου, με εκείνη που αξιοποίησε ως βάση την πεντάπρακτη τραγωδία «La città morta» (1896) τού όχι λιγότερο «διαβόητου» από τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ Gabriele D’Annunzio (1863-1938). Ο ποιητής την προόρισε για την μεγάλη ηθοποιό της εποχής -σύζυγο Έλληνα- Sarah Bernhardt, που επωμίσθηκε τον ρόλο της Άννας στην παρισινή πρεμιέρα (1898) σε γαλλική μετάφραση, ενώ η Ιταλική πρώτη καθυστέρησε ως το 1902 με πρωταγωνίστρια την επίσης σταρ τής Belle Époque και σύντροφο τού Ιταλού Eleonora Duse. Μαζί επισκέφθηκαν την Αθήνα και εμφανίσθηκαν σε ειδική βραδιά στην αίθουσα τού ΦΣ «Παρνασσός» στις 24 Ιανουαρίου 1899!

 Ονομαστός για την αλληλεπίδρασή του με τον ευρωπαϊκό μουσικό κόσμο της εποχής του, ο Ντ’ Αννούντσιο όχι μόνον υπέγραψε τη θεατρική εκδοχή για το «Μαρτύριο τού Αγίου Σεβαστιανού» που μελοποίησε ο Claude Debussy, αλλά και ανέπτυξε μεγάλη επιρροή πάνω στη  «Νεανική Σχολή», την Giovane Scuola, της χώρας του. Αν και, λόγω τεταμένων σχέσεων, συνεργασία του με τον Giacomo Puccini δεν καρποφόρησε, ο Ντ’ Αννούντσιο βρίσκεται μολαταύτα πίσω από τίτλους μελοδραμάτων, όπως, πρωτίστως, η έξοχη «Francesca da Rimini» τού Riccardo Zandonai, η «Parisina» τού Pietro Mascagni, η «Fedra» του Ildebrando Pizzetti, «La Figlia di Iorio» του ιδίου αλλά και τού πρεσβύτερού του Alberto Franchetti και  «La nave» του Italo Montemezzi, για να μην παραλείψουμε την μελοποίηση τού τραγικού του ποιήματος «Όνειρο Φθινοπωρινού Ηλιοβασιλέματος» από τον Francesco Malipiero. Και ο κατάλογος δεν εξαντλείται.

Όσο για την μουσική αυτής τής «Ville Morte», που υπογράφουν με θαυμαστά δυσδιάκριτη συνεισφορά ο γνωστότερος ως πιανίστας Raoul Pugno και η εξέχουσα και ως παιδαγωγός και μαέστρος Nadia Boulanger, ανακεφαλαιώνει με ομοιογενή τρόπο τις επίκαιρες κυρίαρχες επιρροές τής Γαλλικής μουσικής, από την «Πηνελόπη» τού Gabriel Fauré ως -και κυρίως- τον «Πελλέα και Μελισάνθη» τού Ντεμπυσσύ. Έστω και χωρίς τα μύρια χρώματα τής όχι πλέον «κακόφημης» ιμπρεσσιονιστικής γραφής του, το έργο των τριών (ο Ντ’ Αννούντσιο συνεργάσθηκε κατά τη σύνθεση) παρουσιάζει ενδιαφέρουσα ροή, ονειρώδεις λυρικές στιγμές, αλλά και ενδιαφέρουσες δραματικές εξάρσεις. 

Με χαμένη την αρχική ενορχήστρωση (πλην εκείνης της α’ πράξης), τη νέα συνολική, για 11 όργανα, επιμελήθηκαν οι συνθέτες Joseph Stilwell και  Stefan Cwik (μαθητής και του John Corigliano) με μέντορα τον καθηγητή τους στο Ωδείο τού Σαν Φρανσίσκο David Conte, έναν εκ των τελευταίων μαθητών τής Μπουλανζέ στο Παρίσι (1975-1978). Tην ανέδειξε, ως αρχιμουσικός, ο παραγγελεύς της Neal Goren, «ψυχή» τής νεοϋορκέζικης συμπαραγωγού Catapult Opera.

Η ολόδροση Ήβη της υψιφώνου Melissa Harvey, η παθιασμένη, μουσικά ακριβής Άννα τής -τυφλής (!) όπως και η ηρωίδα- πολυσχιδούς μεσοφώνου Laurie Rubin, ο Αλέξανδρος τού δυναμικού βαρυτόνου Jorell Williams και ο -φευ κρυολογημένος- Λεονάρδος τού τενόρου Joshua Dennis υπερασπίσθηκαν χωρίς υποψία ανασφάλειας μιαν όπερα που αξίζει να επανέρχεται τακτικότερα στο ρεπερτόριο… 

 

Το θεατρικό στοίχημα τού «Σαλό»

     

Σαλό 120 ημέρες στα Σόδομα_φωτο Γιώργος Καλκανίδης (4)

Ήλθαμε σε επαφή με τις «120 ημέρες των Σοδόμων» σε μετεφηβική ηλικία μέσω τής πρόσφατης τότε, δίτομης έκδοσης τού «Εξάντα» (1980), σε εποχή ενισχυμένης ελευθεριότητας. Γρήγορα η πρωτοβουλία αυτή πλαισιώθηκε από άλλους εμβληματικούς τίτλους τού Μαρκησίου Ντε Σαντ, όπως κατ’ εξοχήν «Η Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ», όπου η τολμηρή ερωτογραφική αφήγηση συνοδευόταν από ιδιαίτερα φιλοσοφικά κείμενα – διακηρύξεις τού ιδίου, που ενέτειναν το ενδιαφέρον γύρω από το πρόσωπο. Γι’ αυτό και αξιολογούμε ως χρήσιμη και εύθετη τόσο την αντιπαράσταση των έργων όσο και την αντιπαραβολή των ταραχωδών βιογραφικών τού Γάλλου συγγραφέα, φιλοσόφου και στρατιωτικού και τού αντιστοίχως σκανδαλιστικής διαδρομής Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο. Εκείνου που το όνομα του υπερηφάνως φέρει το Πανεπιστήμιο της Πεσκάρα, παρά την ακραία πολιτική του μετακίνηση από τον εθνικισμό ως την αριστερά, εκείνου ο οποίος καθιέρωσε τον χαιρετισμό της υψωμένης δεξιάς, υπήρξε εμπνευστής (αλλά όχι σύμμαχος) τού Μουσολίνι, ώστε αυτός να προτιμήσει τον εκμαυλισμό από την αντιπαράθεση μαζί του. Εκείνου που, επικεφαλής  ατάκτων στρατιωτικών μονάδων κατέλαβε το διαφιλονικούμενο με την Γιουγκοσλαβία Φιούμε, εγκαθίδρυσε αντιβασιλεία και αυτοανακηρύχθηκε Duce της περιοχής, εκδιώχθηκε  δε από τα πατρώα στρατεύματα, γεγονός που όμως δεν απέτρεψε ούτε την απονομή κληρονομικού πριγκιπικού τίτλου ούτε την εκλογή στην προεδρία τής Ιταλικής Ακαδημίας!

Η αντιπαραβολή αυτή φρονούμε ότι ουδόλως παρέλκει ακριβώς επειδή η συγκεκριμένη πρώτη πανελλήνια παρουσίαση τού «Σαλό-120 Ημέρες στα Σόδομα» από την Εναλλακτική Σκηνή, σε μετάφραση, δραματουργία και θεατρική διασκευή τού Άρη Μπινιάρη και της Έλενας Τριανταφυλλοπούλου, για 22 παραστάσεις (παρακολουθήσαμε εκείνες της 25ης /02 και 3ης /03), που αποτελεί ανάθεση τής Εθνικής Λυρικής Σκηνής, αποσαφηνίζει, στο εξώφυλλο τού περιεκτικού και καλογραμμένου προγραμματικού βιβλιαρίου, ότι βασίζεται «στην ομώνυμη ταινία τού Πιερ Πάολο Παζολίνι», έστω και αν η αντιπαράσταση της μουσικοθεατρικής εμπειρίας, τουλάχιστον όσων είναι εξοικειωμένοι με την λογοτεχνική πρώτη ύλη, αναμετράται μοιραία και απαράκαμπτα με το ακραίο αριστούργημα τού Ντε Σαντ.

Σαλό 120 ημέρες στα Σόδομα_φωτο Γιώργος Καλκανίδης (3)

Το έργο έτυχε μιας λιτής, αλλά και εκλεπτυσμένης σκηνογραφικής (Μικαέλα Λιακατά) και ενδυματολογικής (Ηλένια Δουλαδίρη) αισθητικής αντιμετώπισης, που επέτεινε καθοριστικά η δωματιακή διάσταση τού σκηνικού χώρου, το από υποβολής έως επιβολής εύρος τού φωτιστικού σχεδιασμού (Βαγγέλης Μούντριχας) και ο καταλυτικός αντίκτυπος τού σχεδιασμού ήχου (Χάρης Κρεμμύδας) σε περιορισμένο, περίκλειστο περιβάλλον, ώστε μια μουσική, όπως εκείνη τού «ηχητικού καλλιτέχνη» Jeff Wanger, να επιτύχει την ενστικτώδη διάδραση τού ήχου με τους παρευρισκόμενους. Σε αυτό το κινηματογραφικής αμεσότητας και ισχύος πλαίσιο, η διδασκαλία τού Άρη Μπινιάρη  αξιοποίησε μιαν ομάδα εξαιρετικών και αποφασισμένων για υστερικές κορυφώσεις ηθοποιών (Κώστας Μπερικόπουλος, Γιάννης Κότσιφας, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Αγορίτσα Οικονόμου και Ιωάννα Μαυρέα), καταλείποντας χώρο αποκλειστικά σωματικού θεάτρου στα νεαρά θύματα (Εβίτα Αγαΐτση, Γιώργος Ζιάκας, Νάντια Κατσούρα, Μάριος Κρητικόπουλος, Λένα Μποζάκη, Εύη Οικονόμου, Ειρήνη Τσέλλου, Γιάννης Χαρκοφτάκης και Κώστας Phoenix) και τους γεροδεμένους δεσμoφύλακές τους (Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Απόστολος Καμιτσάκης, Νικόλας Ντούρος, Άιντι Ορμένι). Με δεδομένη όμως την διαφορά πρόσληψης του κινηματογραφικού από τον θεατρικό χρόνο, μάς έλλειψε, σε αντίθεση με την ταινία τού Παζολίνι, τόσον η μακρά αίσθηση διάρκειας του μαρτυρίου όσο και η διαγραφή χαρακτήρων των νεαρών, που πέτυχε ευεργετικά ο Ιταλός σκηνοθέτης, υπογραμμίζοντας έτσι το απύθμενο βάθος τής ερεβώδους ανθρώπινης φύσης…

 

                                   Αναδημοσίευση από την ΑΥΓΗ τής Κυριακής 24/03, 31/03 και 7/04/2024