Μοιραίοι και δύσκολοι γάμοι διαμορφώνουν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή δράσης δύο έργων, που αναβίωσαν σε εαρινούς κύκλους παραστάσεων από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Η γαμήλια τελετή, που δεσπόζει στο 2ο μέρος της «Λουτσία Ντι Λάμμερμουρ» του Ντονιτζέττι, ανάγεται σε όρο επιβίωσης στον επικίνδυνο κόσμο συσχετισμών εξουσίας της Αγγλίας του 17ου αιώνα. Η όπερα επανήλθε στην αμφιλεγόμενη παραγωγή της Katie Mitchell (βλ. Αυγή της 6/05/2018), με εναλλαγή ερμηνευτριών στον επώνυμο ρόλο και κοινή λοιπή -βασική- διανομή υπό την ουδέτερη διεύθυνση του Pierre Dumoussaud. Η παράσταση τής 3ης Μαρτίου, πέρα από την επιβεβαίωση της πολύτιμης εμπειρίας τής Βασιλικής Καραγιάννη στο μέρος της φεγγαροπαρμένης πρωταγωνίστριας, σημαδεύθηκε από την έντονη δοκιμασία υγείας του Γιάννη Χριστόπουλου, που αποσταθεροποίησε το συνολικό ερμηνευτικό αποτέλεσμα, θέτοντας επιτακτικά το έλλειμμα πρόνοιας για επικουρική «κάλυψη» ενός από τους κομβικούς ρόλους του έργου.
Με τον τενόρο και πάλι επί το έργον, ως ένας καλλιεπής Εντγκάρντο που θύμιζε μάλλον … Λένσκι του «Ευγενίου Ονιέγκιν» (ομοίως η αίθουσα συμποσίων του πύργου των Άστον, στο κάθετα διχοτομημένο σκηνικό, παρέπεμπε στο επαρχιακό σαλόνι της Μαντάμ Λαρίνα!), η παράσταση της 22/03 λειτούργησε εν πολλοίς συνεκτικά, χάρη στον ψιλοδουλεμένο Ενρίκο του Τάση Χριστογιαννόπουλου και, κατ’ εξοχήν, λόγω της φωνητικά ατρόμητης και μουσικά ανεπίληπτης επίδοσης τής Χριστίνας Πουλίτση. Έχοντας υπερβεί ενδείξεις που ένα χρόνο πριν μάς είχαν θορυβήσει, η εφετινή Λουτσία της ακτινοβολούσε υγεία, λάμψη και άνεση σε όλη την έκταση του εμβληματικού ρόλου, κυριαρχία που αντανακλούσε και στην εμβάθυνση του χαρακτήρα.
Δύο φορές παρακολουθήσαμε και τη νέα παραγωγή της όπερας του Μότσαρτ «Οι Γάμοι του Φίγκαρο» από τον Αλέξανδρο Ευκλείδη. Η μεταφορά της πλοκής στην εποχή του ροκ-εντ-ρολ και το οριζόντιο σκηνικό (Γιάννης Κατρανίτσας), γι’ αυτήν την -κυριολεκτικά και μεταφορικά- πλέον καθετοποιημένη όπερα του δραματολογίου, συσκότισε τον κεντρικό άξονα του έργου, δηλαδή την ιλαρή οικιακή μικρογραφία του αγώνα αναδυόμενων αστών για ταξική χειραφέτηση. Στην παράσταση της 29/03 η υπερβολικά αργή και άτονη διεύθυνση του Μάριου Παπαδόπουλου επιβάρυνε έτι περαιτέρω τη διακριτή δυσαρμονία με τη σκηνοθεσία και ενίσχυσε υποκριτικές υπερβολές από μέρους μιας ετερόκλητης διανομής. Ένας αξιομνημόνευτος Κερουμπίνο (Άρτεμις Μπόγρη) και μια ανάγνωση ανθολογίας για την άρια της Σουζάνας στην δ’ πράξη (Βασιλική Καραγιάννη) δεν ισοσκέλισαν τη δοκιμασία μιας πολλαπλώς εξαντλητικής βραδιάς, όπου η αποκατάσταση συνήθων περικοπών στην δ’ πράξη (άριες Μπαζίλιο και Μαρτσελλίνα) δεν αποτελούσε μέρος μιας μουσικολογικά συνεπούς ερμηνευτικής κατεύθυνσης για το απαιτητικό αυτό αριστούργημα.
Η β’ διανομή ερμηνευτών (17/04), ενισχυμένη από τη ρυθμολογικά σαφέστερη διεύθυνση του αρχιμουσικού Γιώργου Μπαλατσινού, επέδειξε μεγαλύτερη υποκριτική ιδιοποίηση της αιρετικής σκηνοθεσίας και άρχισε να καταγράφει επιμέρους ερμηνευτικές επιδόσεις (εξαίρουμε πρωτίστως τον νεανικό, ευγενούς γραμμής Κόμη του Διονυσίου Σούρμπη, την -εισέτι εν εξελίξει- Κόμισσα τής Μυρσίνης Μαργαρίτη και τον πηγαίου χιούμορ Μπάρτολο του Χριστόφορου Σταμπόγλη), καθώς και ένα πιο ζωηρό θεατρικό ρυθμό, με αξιοποίηση των ευκαιριών που προσφέρει το σπινθηροβόλο ρετσιτατίβο του Ντα Πόντε. Όμως, μεσούσης της βραδιάς, η παράσταση διακόπηκε λόγω τεχνικού προβλήματος, εξέλιξη οδυνηρή για το κοινό που αποχώρησε, αλλά για το Θέατρο, λόγω της παρουσίας στην αίθουσα, για τηλεοπτική λήψη, ενός σεβαστού ξένου, του μακροβιότερου (1992-2010) Διευθυντή της Κρατικής Όπερας της Βιέννης Ioan Holender. Ελπίζουμε να μην προβλημάτισε μόνον εμάς η έστω και ενδόμυχη εκ μέρους του αποτίμηση όσων πρόλαβε να παρακολουθήσει …