Ο αρχικός Φιντέλιο της Βιέννης και η χαμένη ευκαιρία του

76

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

        Προσεγγίζοντας τον ανοιξιάτικο, χρονικά άδηλης ολοκλήρωσης, κύκλο παρουσιάσεων του «Fidelio» στη Βιέννη, αξίζει να υπενθυμίσουμε εισαγωγικά την επιμέλεια του Μπετόβεν σε κάθε φάση της ενασχόλησής του. Ενδεικτική αίφνης η σύνθεση 4 αλλεπάλληλων εισαγωγών για το έργο του, με απατηλή αρίθμηση στον σχετικό κατάλογο. Τη «Leonore αρ.1» είχε ήδη μάλλον απορρίψει πριν από την πρεμιέρα, στην παρουσίαση του 1805 ανακρούσθηκε η υπ’ αρ. 2, ενώ την αναβίωση του 1806 εγκαινίασε η συχνότερα εκτελούμενη σε συναυλίες 3η «αδελφή» της. Τέλος, τον  ριζικά αναθεωρημένο «Φιντέλιο» του 1814 εισήγαγε νέα ορχηστρική σελίδα, δυναμική και ουσιωδώς βραχύτερη των άλλων.

     

fidelio_urfassung__bruns_roever © Wiener Staatsoper GmbH_Michael Pöhn

Τα μικρόφωνα της Αυστριακής Ραδιοφωνίας κατέγραψαν, το βράδυ της 1ης Φεβρουαρίου, την πρεμιέρα της «Urfassung» της όπερας, ιστορική αφού ουδέποτε στο παρελθόν είχε παρουσιασθεί στην Κρατική Όπερα της Βιέννης άλλη μορφή του έργου πλην της οριστικής. Ο λόγος της απουσίας τηλεοπτικής μετάδοσης (έγινε μόνον streaming αν πιστέψουμε την επίσημη ιστοσελίδα του Θεάτρου) κατέστη ωστόσο εύγλωττος και από μόνη την  απευθείας ραδιοφωνική σύνδεση, η οποία, αν και προστάτευσε την ακεραιότητα της μουσικής ερμηνείας, δεν απέφυγε την τεκμηρίωση της ομόθυμης αποδοκιμασίας των θεατών προς τη σκηνοθετική ομάδα. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι λόγοι της αντίδρασης αυτής αποτυπώθηκαν με ασυνήθιστη για δημόσιο μέσο σφοδρότητα και στην κριτική του μεθεπόμενου πρωινού από την πρωινή ζώνη της γεωγραφικά πλησιόχωρης Βαυαρικής Ραδιοφωνίας.

      Δεν γνωρίζουμε αν η παρθενική ανάθεση στην ανερχόμενη (;) Amélie Niermeyer  θα έχει συνέχεια, αλλά ορισμένες λέξεις-κλειδιά στην προαναφερθείσα κριτική (του συναδέλφου Bernhard Doppler, Br-Klassik, 3.02.2020) αποδίδουν το περίγραμμα μιας προαναγγελθείσας καταστροφής:  Ο τίτλος «Δύο Λεονώρες», αναφορές όπως «αποτυχία για τον Μπετόβεν» και «συντριπτική αντίδραση του κοινού», καθώς και οι επιμέρους τίτλοι των παραγράφων του κειμένου, διαδοχικά «Πού χάθηκε ο πραγματικός Φιντέλιο;», «Αιματηρή τραγωδία αντί ευτυχούς έκβασης» και «αποτυχημένη σκηνοθεσία», οριοθετούν την πολυεπίπεδη πρόκληση και την αντιστοίχως καθολική απώλεια της ευκαιρίας να τεθεί σε σοβαρή βάσανο επαναξιολόγησης αυτό το πρώτο στάδιο τού «work in progress» που αναμφισβητήτως αποτέλεσε ο «Φιντέλιο» για τον Μπετόβεν.

        Πιο συγκεκριμένα, στην ιδιόρρυθμη αυτή παραγωγή, τον ηρωικό και ευγενικό χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας μοιράσθηκαν υψίφωνος και ηθοποιός, ενώ το λυτρωτικό εγχείρημα της γενναίας συζύγου μετατράπηκε σε παραληρηματική φαντασίωση. Μετά από μιαν ερωτική νύχτα σε ξενοδοχείο, εκείνη ανακαλύπτει στο λουτρό το ματωμένο πουκάμισο του προφανώς απαχθέντος Φλορεστάν, τον οποίο τελικά όχι μόνον δεν απελευθερώνει από την πολιτική κράτησή του, αλλά αντιθέτως δολοφονείται η ίδια από τον τυραννικό Πιτσάρο σε κάποιο σιδηροδρομικό σταθμό που θυμίζει εκείνον της Βιέννης. Η έκταση της δραματουργικής παρέμβασης, σε συνδυασμό με τη ριζική υποκατάσταση των  εκτεταμένων διαλόγων της τρίπρακτης μορφής του έργου από εντελώς νέο, σύντομο κείμενο του Moritz Rinke, ενισχύει τη μομφή δυσπιστίας του Θεάτρου έναντι των πρώτων σκέψεων του Μπετόβεν, άδικη, το επαναλαμβάνουμε, αφού υπονόμευσε την πιθανότητα της όποιας μεταστροφής του κοινού.

     Για το επίσης χλωμό μουσικό αποτέλεσμα καθοριστική αποδείχθηκε η επιλογή φωνών ελαφρότερων του επιθυμητού για ρόλους που, έστω κι αν επιφορτίζονται με δραματικότερα φωνητικά διακυβεύματα σε μεταγενέστερη φάση, βοούν ήδη για ενισχυμένο  εκφραστικό και εν γένει ερμηνευτικό μέγεθος. Όμως, με μιαν Αντίνα και Γκρέτελ στο ρόλο της Λεονόρε, την Ιρλανδή Jennifer Davis, σχεδόν εκπλήσσει ότι από τους μουσικούς συντελεστές, πέραν του αξιόλογου Τσέχου μαέστρου Tomáš Netopil, διασώθηκε έστω ο Φλορεστάν του Benjamin Bruns, εκλεκτού λυρικού τενόρου που ήδη δοκιμάζει προσεκτικά αναθέσεις ενισχυμένης εξαγγελίας. Πάντως, ακόμη και μόνο το 8λεπτο ντουέτο των επανενωμένων συζύγων στη β’ πράξη, που ο Μπετόβεν απάλειψε στη συνέχεια, αποτελεί επαρκή λόγο να ηχήσει ξανά η μουσική αυτή, σε πλαίσιο όμως που τής αρμόζει….