του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Ο Έσενμπαχ που μεταμορφώνει
Στις πρώτες φθινοπωρινές μας αναδρομές εντάσσουμε ορισμένες σημαντικές εκδηλώσεις, ως προπομπούς της επί θύραις νέας καλλιτεχνικής περιόδου, με πρώτη την συναυλία τής Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών υπό την ώριμη και πολλαπλώς ευεργετική διεύθυνση του πιανίστα και αρχιμουσικού Christoph Eschenbach, που επέστρεψε για φιλανθρωπικό σκοπό στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» (Φίλων της Μουσικής) του Αθηναϊκού Μεγάρου. Το πρόγραμμα της συναυλίας υπήρξε τόσο απαιτητικό όσο και ριψοκίνδυνο, γεγονός που μάς ωθεί εκ προοιμίου να αναγνωρίσουμε το επίτευγμα τού Γερμανού με την τραυματική βιογραφία. Γιατί το βράδυ της 20ής Μαΐου απολαύσαμε μιαν άλλη ΚΟΑ από εκείνη αμέσως προηγούμενων περιστάσεων, συντεταγμένη και συνεπτυγμένη σε ένα συνολικό και ισόρροπο επίπεδο σύμπραξης των μουσικών της, υπό την ελάχιστα θεαματική αλλά οργανωμένη μπαγκέτα του ηγήτορά της, στωική και ευήκοο στον παλμό τής μουσικής και της περιρρέουσας επικαιρότητας. Όλα αυτά ήδη πριν από την διακριτική είσοδο της πιανίστριας Νεφέλης Μούσουρα στο μπετοβενικής ενατένισης 20ό κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του W.A.Mozart για μια καλλιτεχνική συμπόρευση δυσεύρετης, αμοιβαίας, τεχνικής και ερμηνευτικής ενσυναίσθησης.
Γραμμένο στην ανήσυχη τονικότητα της ρε ελάσσονος και για προσωπική χρήση του συνθέτη, το κονσέρτο εκτυλίχθηκε με αύρα υποβλητικού και χαμηλότονου ρομαντισμού, με την τραγικότητα οικονομημένη σε διαστάσεις εξομολογητικής ενδοσκόπησης και «eye-to-eye» βίωση της παρτιτούρας. Αντίστοιχα ευθύβολος, με λεπτές αποχρώσεις εσωστρέφειας και ο εμβληματικός αυτοσχεδιασμός του Μπετόβεν για το πρώτο μέρος υπό το άγρυπνο, πατρικό βλέμμα του μαέστρου. Αδιατάρακτα προσωπική, με ευρύ ανάπτυγμα της δυναμικής και αδιόρατη μελαγχολία αναπτύχθηκε και η αργή κίνηση, χωρίς υπερβολές σφοδρότητας για την «θυελλώδη» έκρηξη του κεντρικού κεφαλαίου, με καταιγιστικά αποθέματα για την κορύφωσή του αλλά και ευτυχή δείγματα ενός ευγενικού δακτυλισμού για την reprise του αρχικού θέματος, που έτυχε της επιδοκιμασίας του κοινού. Ενδιαφέρουσες στίξεις και χρονοτριβές έστεψαν το φινάλε, ενώ, ως encore, η νεαρή σολίστ επέλεξε μια σελίδα από τη γραφίδα του 5ετούς Μότσαρτ που ανήγγειλε η ίδια.
Η αδιάλειπτη εποπτεία τού Έσενμπαχ επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά και με την ευκαιρία τής επιβλητικής ενορχήστρωσης τού Arnold Schoenberg για το 1ο κουαρτέτο με πιάνο τού Γιοχάννες Μπραμς, που ολοκλήρωσε το πρόγραμμα. Και εν προκειμένω, η εξαιρετικής -και όχι χαρακτηριστικής για την ίδια- οικονομίας και ισορροπίας απόδοση τής Κρατικής μας Ορχήστρας παρείχε επαρκή ένδειξη τής ποιότητας τού σταδιακά ανανεούμενου προσωπικού της. Ανήκοντας σε εκείνους που είχαν αποτύχει να αποδεχθούν την μεταγραφή τού Σαίνμπεργκ ως ισόκυρη 5η πλάι στις 4 συμφωνίες του Μπραμς, ομολογούμε ότι η καθαρή, αναλυτική, αλλά και συνολικά πειστική ηχητική προβολή τής συγκεκριμένης εκτέλεσης στην αίθουσα αποκάλυψε σε μεγάλο βαθμό για τον συγκεκριμένο ακροατή τόσο την υποκρυπτόμενη συμφωνική διάσταση μιας σημαντικής σύνθεσης μουσικής δωματίου τού αγαπημένου Βορειογερμανού μουσουργού όσο και την ευστοχία τής ενορχήστρωσης, όταν αυτή αναδεικνύεται με παρόμοια ευκρίνεια και τήρηση εσωτερικών αναλογιών από τους συντελεστές. Μια βραδιά ευκαιρίας, λοιπόν, για σκέψεις και αναθεωρήσεις, ευπρόσδεκτη επιβεβαίωση τής διηνεκούς σαγήνης τής καθιερωμένης μουσικής…