Ο Ολύμπιος και τρωτός Μπετόβεν του Μαρτίνου Τιρίμου

114

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

       Στην εποχή τής συχνά απατηλής εικόνας έχουμε επανειλημμένως διερωτηθεί σε ποιο βαθμό η προβολή υπαγορεύεται προνομιακά από το κυνήγι της. Ο Μαρτίνος Τιρίμος, από τις πλέον διακριτικές παρουσίες του οικουμενικού μουσικού στερεώματος, επαναφέρει το ερώτημα με ένταση. Καλλιτέχνης που έχει αποσπάσει την επαΐουσα επιδοκιμασία με ογκόλιθους του κεντρικού ρεπερτορίου, όπως οι σονάτες του Μότσαρτ και του Σούμπερτ, ο Ελληνοκύπριος πιανίστας προϋπάντησε το έτος Μπετόβεν με την κυκλοφορία των πιανιστικών απάντων του από τον Αυστριακό οίκο Hänssler,  για μόλις 4η φορά ηχογραφημένα από τον ίδιο εκτελεστή κατά τον Jed Distler του συνήθως έγκυρου Gramophone.

      Στο πνεύμα αυτό, η συναυλία του τής 5ης Δεκεμβρίου, στην κατάλληλης ακουστικής  αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, παρεμπιπτόντως η πρώτη από κύκλο τεσσάρων, συνδύασε 2 από τις επώνυμες σονάτες με πρακτικά άγνωστα διαμαντάκια της παιδικής ηλικίας και του περιθωρίου της προβεβλημένης μουσικής του συνθέτη. Αναδείχθηκε έτσι σε  συναρπαστική περιήγηση ανακαλύψεων, με ενδεικτική τής ερμηνευτικής εγκράτειας τού σολίστ την  καθιέρωση χαρακτηριστικής μπετοβενικής ατμόσφαιρας ήδη στο εναρκτήριο ρόντο του 12χρονου Λούντβιχ,  αλλά και περαιτέρω σε όλο το πρόγραμμα, του οποίου παρεμπιπτόντως ο Τιρίμος συνέγραψε και τις έντυπες σημειώσεις, με ισότιμη προσήλωση σε αριστουργήματα και έργα εκτός καταλόγου. Ο δακτυλισμός και η μουσικότητά του βοούσαν για την  ανεπιτήδευτη, στέρεα  εξοικείωση με το ύφος και τις τεχνικές απαιτήσεις των έργων. Έτσι, ακόμη και οι 7 χοροί, υπ’ αρ. 11 των εκτός καταλόγου έργων (εφεξής WoO) ανακρούσθηκαν με τη χαλαρή επισημότητα μιας βαρύνουσας μουσικής δήλωσης, σαν ένας παράπλευρος Μπετόβεν που όμως δεν έχει ανάγκη από ερμηνευτική εντυπωσιοθηρία, προκειμένου να καταγράψει το στίγμα του. Ομοίως με τις παραλλαγές πάνω στον Βρετανικό ύμνο «Ο Θεός σώζοι τον Βασιλέα» (WoO 78), όπου την απέριττη έκθεση του θέματος ακολούθησε συναρπαστική διαχείριση των παραλλαγών, με απρόσκοπτη μουσική ροή παρά τον μεταβαλλόμενο χαρακτήρα και βαθμό δεξιοτεχνίας  που υπαγορεύουν.

      Παρόμοια αίσθηση επιτελικής οργάνωσης και ακεραιότητας επιβεβαιώθηκε με την σονάτα αρ. 17, σε ρε ελάσσονα, έρ. 31 αρ. 2, την επονομαζόμενη «Καταιγίδα», της οποίας το φερόμενο ως προγραμματικό περιεχόμενο ο Τιρίμος ευαγγελίσθηκε από την ταστιέρα με ρομαντικής ελευθερίας πιανισμό, ακραίων διακυμάνσεων ρυθμού και δυναμικής, αδιάρρηκτης όμως αφηγηματικής συνεκτικότητας. Κατ’ εξοχήν στη στωική αντιμετώπιση του αντάτζιο, που, σε λιγότερο ικανά χέρια, μπορεί να ηχεί μετέωρο, ενώ ακόμη και ο ελαφρός δισταγμός στην εκβολή προς το τελικό αλλεγκρέτο είχε τη θέση του σε μιαν ανάγνωση υποδειγματικά μεστή στην Ολύμπια οπτική της.

      Με ένα ακόμη εύρημα επανήλθε ο πιανίστας μετά το διάλειμμα, την Πολωνέζα σε ντο μείζονα, έργ. 89, δικαιώνοντας τόσο τη βαρυσήμαντη εισαγωγή της όσο και την όχι πάντα φωτεινή παράθεση παραλλαγών του χορευτικού ρυθμού. Το πρόγραμμα ολοκλήρωσε η σονάτα αρ. 21, σε ντο μείζονα, έργ. 53, εκείνη που μέσω της επωνυμίας της χάρισε αιώνια φήμη στον υποστηρικτή του Μπετόβεν κόμη Βάλντστάιν. Η εκτέλεση επιβεβαίωσε τη γραπτή διακήρυξη του μουσικού για άρνηση να περιορισθεί σε άθλους δεξιοτεχνίας. Μετά από την επέλασή του στο ορμητικό allegro con brio, η ενατένιση βάθους, αβίαστη όσο και ελάχιστα βιαστική, κυριάρχησε και στην μεγαλειωδώς υπομονετική και συγκροτημένη κλιμάκωση της αργής κίνησης. Μια ανακουφιστικά διευρυμένη και -ώ του θαύματος- συνεκτική αναπνευστική παύση οδήγησε στην κάθαρση του γ’ μέρους, που εκτυλίχθηκε συμπαγές και αποκαλυπτικό στις διαδοχικές φορτίσεις και αποφορτίσεις του. Ένας Μπετόβεν παλαιάς ίσως, αλλά μεγάλης σχολής, βαθιά προσωπικός και συνάμα απαράλλαχτος, στον πυρήνα του ιδεαλιστικού ήθους αυτής της προσωπικής και πανανθρώπινης μουσικής. Ανυπομονούμε για τις επόμενες συναυλίες του κύκλου