Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ από την Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου

83

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

 

        Ο βιογράφος του Μπαχ J.N.Forkel μάς πληροφορεί για βασανιστικές αϋπνίες του κόμη Κάυζερλινγκ, τη συχνή παράκλησή του για την ανακούφισή τους μέσα από τη νυχτερινή εκτέλεση παραλλαγών από τον προικισμένο προστατευόμενό του Γκόλντμπεργκ, αλλά και για την εν τέλει παραγγελία,  που οδήγησε τον κάντορα του Αγίου Θωμά να επανέλθει στη φόρμα αυτή, που είχε να ακουμπήσει από τη νεότητά του. Μια παραγγελία που, αν πιστέψουμε την ίδια πηγή, απέφερε στον «πέμπτο Ευαγγελιστή» όχι απλώς τη μεγαλύτερη αμοιβή της σταδιοδρομίας του (100 χρυσά λουδοβίκια μέσα σε ένα χρυσό αμφορέα που τού εγχείρισε ο πρωθυπουργός της Σαξονίας, ο πανίσχυρος  κόμης Heinrich von  Brühl, μετέπειτα εργοδότης του Γκόλντμπεργκ μέχρι τον πρόωρο θάνατό του), αλλά και τη βασιλική εύνοια του «αυλικού συνθέτη» που διακαώς επιθυμούσε!

       Καμιά αμοιβή δεν ισοσκελίζει φυσικά τις γνωστές ως «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ», αυτή την μοναδική «Άρια με παραλλαγές» (BWV 998, κορωνίδα του είδους μαζί με τις «Παραλλαγές Diabelli» του Μπετόβεν), που ο Μπαχ δόμησε πάνω σε sarabande 32 μουσικών μέτρων από το (δεύτερο) «μουσικό βιβλιαράκι» της (δεύτερης) συζύγου του Άννα Μαγκνταλένα. Σύνθεση που ο δεξιοτέχνης και θεωρητικός Charles Rosen χαρακτηρίζει ως «εγκυκλοπαίδεια» με την έννοια «επιθεώρησης του κόσμου της κοσμικής μουσικής»!  Ένα έργο που επανατοποθέτησαν στον 20ό αιώνα αρχικά ο πιανίστας Rudolf Serkin, με πρωτοπόρο ηχογράφηση σε ρολούς Welte Mignon, για να ακολουθήσει to σετ 6 δίσκων γραμμοφώνου, σε θηριώδες τσέμπαλο ειδικών προδιαγραφών, της θρυλικής  Wanda Landowska, ενώ ελλείψει κυκλοφορίας της επίσης πρωτοπόρας χάραξης του Claudio Arrau (1942, με όλες τις επαναλήψεις των παραλλαγών!), ο δίσκος μακράς διαρκείας, που υπέγραψε στα 1955 ο Glenn Gould, υπήρξε καθοριστικός για την απήχηση του Μπαχ σε ευρύτερο κοινό.

       Για το πιάνο διεκδίκησε τις θηριώδεις «Παραλλαγές» και η Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου αυτό το παράξενο βράδυ της 2ας Νοεμβρίου 2020, ώρες πριν από την επιβολή ενός δεύτερου και πιο τραυματικού υγειονομικού εγκλεισμού,  ως η πρώτη και έως ώρας μοναδική Ελληνίδα που διεκδικεί με συστηματική επιμονή και φιλόδοξες αξιώσεις το πιανιστικό έργο του Μπαχ. Μετά τη βραβευμένη έκδοση του «Καλώς Συγκερασμένου Κλειδοκυμβάλου» και εκείνη για τις «Γαλλικές Σουίτες» που ακολούθησε, η Παπαστεφάνου χάρισε σε ένα εξαιρετικά συγκεντρωμένο και κυριολεκτικά αθόρυβο κοινό μιαν ερμηνεία παραδειγματικά ώριμη, με ανεπιτήδευτα αισθητό το άγγιγμα των καιρών. Η απατηλά ανέμελη και ποικιλμένη έκθεση της άριας εγκαινίασε μια συναρπαστική διαδρομή, με αξιοθαύμαστη αυτονομία χεριών, που δικαίωσε, χωρίς κατάχρηση του πεντάλ, τη λαμπρή πολυφωνία της γραφής και σποραδικά μόνο δοκίμασε την ακουστική της «μικρής» αίθουσας, ιδίως σε παραλλαγές για δύο κλαβεσέν. Χωρίς αυτάρεσκες υπερβολές ταλαντώσεων της δυναμικής και χωρίς έκπτωση μιας συχνά απατηλής παρτιτούρας σε επίδειξη δακτυλικής μηχανικής, η Παπαστεφάνου οικοδόμησε αίσθηση αδιόρατης φυσικότητας στη συνέχεια της σύνθεσης, επιτυγχάνοντας μεταβάσεις που συνηγορούσαν σε συμπαγή μορφολογία του αριστουργήματος. Η καταληκτική, λιτής εσωτερικότητας, επανάληψη της άριας συνόψισε και επισφράγισε με μαλακτική υποβλητικότητα την ισχυρή κοινωνία της μουσικής εμπειρίας με τους ενθουσιώδεις αποδέκτες της