του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Η λύτρωση αποτελεί κομβικό ζητούμενο στις όπερες που ο Richard Wagner προόρισε για το προσωπικό του ονειρικό θέατρο, στη βορειοβαυαρική κομητεία του Μπάυρώιτ. Η λύτρωση ως διέξοδος στην αμετάκλητη απώλεια της ελπίδας για τον έρωτα και τη ζωή, ακόμη και όταν μια κοσμογονία επισφραγίζει αυτή την απώλεια. Λύτρωση που ακολουθεί φοβερά τετελεσμένα ως βραχεία αλλά εκστατική επωδός και υπόσχεση. Στον «Parsifal» όμως η λύτρωση κυριαρχεί εξ αρχής, στην πλοκή και στη μουσική, ως διαδικασία και ως καημός, μαλακτική και υπερκόσμια, επίπονη και ελπιδοφόρα, ουράνιο τόξο που γεφυρώνει τις αρχικές συγχορδίες από το εμβληματικό πρελούδιο με την τελική προσγείωση στην ίδια την «λυτρωτική» τελετουργία. Στον «Πάρσιφαλ» αναγνωρίζουμε, σε κοσμοθεωρητική απόκλιση έναντι του πρότερου βίου του, μια προσωπική ομολογιακή μεταστροφή του Βάγκνερ προς ένα κατ’ εξοχήν χριστιανικό έργο. Ένας «πτωχός τω πνεύματι», αλλά «αγνός» άνθρωπος αναδεικνύεται σε λυτρωτή των πάντων, αμαρτωλών και ιερατείου, σε καταλύτη της γνώσης και νικητή της αμαρτίας μέσα από τη συμπόνια. Μια διαδικασία «Καθαρτηρίου» όπου πάντως η εξιλέωση δεν είναι αυτοτελώς επιτεύξιμη από τον έστω και μετανοημένο αμαρτωλό…
Η παραγωγή που παρουσίασε για δεύτερη χρονιά ο έμπειρος σκηνοθέτης Uwe Eric Laufenberg και εγκαινίασε τη δική μας εφετινή παρεπιδημία στον Πράσινο Λόφο (5 Αυγούστου) τόλμησε επιτέλους μιαν επιστροφή στις ρίζες αυτού του κατ’ εξοχήν σωτηριολογικού αριστουργήματος, ανατρέχοντας στο Χριστιανισμό ως αξιακό και ιστορικό του υπόβαθρο. Παρακολουθούμε ένα «ιερό εορταστικό δράμα» επιτέλους οικείο με θεολογικούς – ιστορικούς όρους αναφοράς της έμπνευσης του συνθέτη και διόλου ασύμβατο γι’ αυτό με την επικοινωνία προς άλλα μονοθεϊστικά δόγματα, όπως τον Μωαμεθανισμό και τον Ιουδαϊσμό. Επικοινωνία που, ακόμη και όταν διακινδυνεύει τη βλασφημία, (όπως με τον συμβολικό κοινό ενταφιασμό των θρησκευτικών συμβόλων στην γ’ πράξη), δεν επιτρέπει όμως αμφιβολία για το μήνυμα καταλλαγής που εκπέμπει.
Το Μονσαλβάτ τοποθετείται, στην παραγωγή αυτή, και μάλιστα με ακρίβεια απεικόνισης από την Google Earth, σε μια βομβαρδισμένη πανάρχαια εκκλησία σε σημερινή εμπόλεμη περιοχή του κεντρικού Ιράκ. Εδώ έχουν απομείνει, ρακένδυτοι Μεσανατολίτες, οι ιππότες φύλακες του Ιερού Δισκοπότηρου. Επικεφαλής τους ο Αμφόρτας, που όμως υπέκυψε στη γοητεία της αμαρτίας, όταν παγιδεύτηκε στον «κήπο των απολαύσεων» του εξωμότη ιππότη του Κλίγκσορ και παραδόθηκε στα μοιραία κάλλη της αινιγματικής Κούντρυ. Σαν άλλη Δαλιδά εκείνη, αέναη μετενσάρκωση της ολέθριας γητεύτρας αφότου περιγέλασε άσπλαχνα τον Εσταυρωμένο, τον αφοπλίζει και διευκολύνει τον τραυματισμό του (πού αλλού;) στην δεξιά πλευρά. Έκτοτε η πληγή χαίνει βασανιστικά για το μονάρχη, τον οποίο ιδιοφυώς ο σκηνοθέτης μετατρέπει, για τις ανάγκες της Θείας Ευχαριστίας της α’ πράξης, σε εικαστικά αναγνωρίσιμη μετενσάρκωση του Ιησού. Μόνο που η ακολουθία δεν περιορίζεται στη μεταφορική ανάκληση της σταυρικής Του θυσίας, αλλά επιστρέφει στην οδυνηρή αναπαράσταση του Θείου μαρτυρίου. Ο Αμφόρτας, σχεδόν γυμνός και εστεμμένος με τον στέφανο εξ ακανθών, σταυρώνεται κάθε φορά από το εκκλησίασμα, η πληγή του λογχίζεται εκ νέου και το αίμα του, όντως «υπέρ πολλών εκχυνόμενον», συλλέγεται και αποδίδεται, «πώμα καινόν», σε όλους τους μύστες.
Ήταν από τις πιο δυνατές σκηνές αυτού του «Πάρσιφαλ», αφού η σκηνοθεσία αιτιολόγησε, χωρίς προδοσία του κειμένου, τον τρόμο του Αμφόρτας να επαναλάβει την επίμονα αιτούμενη από αυτόν μυσταγωγία.. Εξ ίσου αποκαλυπτική ήταν, στη β’ πράξη, και η ταύτιση του αμαρτωλού κόσμου του Κλίγκσορ με σεράι πολυγαμικών απολαύσεων, στις οποίες εκτίθεται ο εν τω μεταξύ πεζοναύτης – ελευθερωτής Πάρσιφαλ. Οι αρχικά καλυμμένες με μπούρκα τρόφιμοι του χαρεμιού αποκαλύπτονται στη συνέχεια ως σκανδαλιστικά «κορίτσια των λουλουδιών». Και εδώ η άρνηση του πανίσχυρου στην εποχή μας ηδονισμού ως προϋπόθεση ενσυναίσθησης του πόνου των άλλων προβλήθηκε με σπάνια πειστικότητα. Όσο για τον Κλίνγκσορ, εκείνος μάς παρουσιάζεται ως ένας ακόμη «καταραμένος», αυτομαστιγούμενος στην κρύπτη του, ενώπιον μιας συλλογής σταυρών, ανίσχυρος όμως να διασφαλίσει την εξιλέωση, όπως και το υποχείριό του, η Κούντρυ, χωρίς τη μεσολάβηση του Λυτρωτή και του «εκούσιου πάθους Του»…