«Πέρσες», του Αισχύλου

47

Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας

Σκηνοθεσία: Σάββας Στρούμπος

Σκηνική εγκατάσταση, κοστούμια: Κατερίνα Παπαγεωργίου

Φωτισμοί: Κώστας Μπεθάνης

Ηχοτοπίο: Ζήσης Σέγκλιας

Δραματολόγος: Μαρία Σικιτάνο

Κατασκευή κοστουμιών: Ελένη Χασιώτη

Μακιγιάζ: Βιργινία Τσιχλάκη

Βοηθός σκηνοθέτη: Σπύρος Μπέτσης

 

Επικοινωνία: Νώντας Δουζίνας

 

Ερμηνείες (με σειρά εμφάνισης):

Κορυφαία Χορού: Ρόζυ Μονάκη

Άτοσσα: Έβελυν Ασουάντ

Αγγελιαφόρος: Μπάμπης Αλεφάντης, Άννα Μαρκά Μπονισέλ

Δαρείος: Έλλη Ιγγλίζ

Ξέρξης: Ντίνος Παπαγεωργίου

Χορός: Η ομάδα

 

Η τραγωδία «Πέρσες» (αρχ.: Πέρσαι), του Αισχύλου, θεωρείται η παλαιότερη σωζόμενη τραγωδία και το σπουδαιότερο αντιπολεμικό έργο, που γράφτηκε / παρουσιάστηκε το 472 π.Χ. δηλαδή, 8 χρόνια μετά τα γεγονότα που περιγράφει. Αναφέρεται στην οδύνη των Περσών, για τη συντριπτική ήττα τους στη Σαλαμίνα (480 π.Χ.). Στην εκστρατεία αυτήν, εναντίον τής Ελλάδας, ηγείτο ο τότε βασιλιάς τής Περσίας, Ξέρξης, γιος τού Δαρείου και της Άτοσσας. Ο Δαρείος έχει πεθάνει και η Άτοσσα είναι αυτή που καρτερεί τα νέα τής έκβασης του πολέμου, ανήσυχη μετά από σημαδιακό όνειρο που έχει δει. Όταν ο αγγελιοφόρος φέρνει τα κακά μαντάτα, ξεσπάει ατέλειωτος θρήνος, παρότι ο Ξέρξης επέζησε. Μετά από σπονδές τής βασιλομήτορος προς τον Δαρείο, εμφανίζεται (επί σκηνής) το φάντασμα του νεκρού, που κατηγορεί τον γιο του και τους Πέρσες για έπαρση και αλαζονεία, καθώς δεν αρκέστηκαν σε όσα αγαθά και πλούτη είχαν ώς τότε, αλλά θέλησαν και περισσότερα, με ολέθρια αποτελέσματα. Στο τέλος φτάνει και ο Ξέρξης, καταματωμένος, απολογούμενος και θρηνώντας για την αποκοτιά του. Ο περσικός στόλος καταστράφηκε ολοσχερώς και χιλιάδες από τους στρατιώτες σκοτώθηκαν ή έχασαν τη ζωή τους από τις κακουχίες, στη διάρκεια της επιστροφής τους.  Οι θεοί οργίστηκαν και τιμώρησαν τους άπληστους Πέρσες. Η Νέμεση, ένα αιχμηρό βέλος, πάντα. Από την άλλη, οι Έλληνες πολέμησαν υπέρ βωμών και εστιών, κι έτσι είχαν την εύνοια των θεών.  Έτσι «είδε» ο μέγας Αισχύλος» την πανωλεθρία των Περσών, μέσα από τα δικά τους «μάτια» και όχι από την πλευρά των νικητών Ελλήνων.

Ευτυχείς που η χώρα μας γέννησε τέτοιους ποιητές, ευτυχείς και που υπάρχουν θεατράνθρωποι να τα «ζωντανεύουν» με τέτοιον, θαυμαστό τρόπο. Αποτέλεσμα σκληρής «δουλειάς» θεωρώ πως η υπήρξε η παράσταση που είχα τη χαρά να παρακολουθήσω στο Θέατρο Βράχων, από την ομάδα «Σημείο Μηδέν», σε ωραία μετάφραση του σπουδαίου ποιητή και μεταφραστή Γιώργου Μπλάνα. Οι ηθοποιοί εισήλθαν στην ορχήστρα με αργό βήμα, γυμνόποδες,  γυμνόστηθοι και μακιγιαρισμένοι κατάλληλα, στο ημίφως. Μόνο η Άτοσσα με μπροκάρ μακρύ κοστούμι. Ιεροτελεστία. Μυσταγωγία. Στο πίσω μέρος τής σκηνής, καμένα ξάρτια (σκηνική εγκατάσταση, κοστούμια τής Κατερίνας Παπαγεωργίου, μακιγιάζ η Βιργινία Τσιχλάκη). Μια υπόκωφη – απόκοσμη μουσική, που έβγαινε, λες, από τα έγκατα της γης χαμηλόφωνη και μόνο ορισμένες στιγμές (ηχοτοπίο ο Ζήσης Σέγκλιας) και οι υποβλητικοί φωτισμοί (Κώστας Μπεθάνης), συνέθεταν ένα τοπίο υψηλής αισθητικής. Ο Σάββας Στρούμπος δίδαξε κι «ενορχήστρωσε» την παράσταση, με την πολύτιμη βοήθεια εκλεκτών συνεργατών: δραματολόγος η Μαρία Σικιτάνο, βοηθός σκηνοθέτη ο Σπύρος Μπέτσης, και χάρισε στο κοινό ένα έργο τέχνης μεγάλης αξίας, χάρη στις συγκλονιστικές ερμηνείες των ηθοποιών, να «αναδύονται» μέσα από τον Χορό, ερμηνεύοντας θαυμαστά και τους επί μέρους ρόλους: κορυφαία Χορού η Ρόζυ Μονάκη, Αγγελιαφόροι ο Μπάμπης Αλεφάντης και η Άννα Μαρκά Μπονισέλ, Δαρείος η Έλλη Ιγγλίζ, Ξέρξης, ο Ντίνος Παπαγεωργίου, εκτός αυτόν τής Άτοσσας που ερμήνευσε η μοναδική Έβελυν Ασουάντ. Οι θεατές αποθέωσαν όλους τους συντελεστές, στο τέλος. Εύγε.

Διάρκεια: 1 ώρα και 20 λεπτά

 

11 Ιουλίου 2023, Θέατρο Βράχων», Δήμων: Βύρωνα, Δάφνης – Υμηττού

 

Η παράσταση θα επαναληφθεί ως ακολούθως:

 

 5/8 ~ «Ρωμαϊκό Ωδείο Νικόπολης», Πρέβεζα

 

19/8 ~ Αυστρία –  “Art Carnuntum” – “Welttheater Festival”

 

29/8 ~ «Θέατρο Δάσους» – «Διεθνές Φεστιβάλ Δάσους, ΚΘΒΕ» / “International Forest Festival”

 

Νίκος Μπατσικανής, ποιητής, συγγραφέας, κριτικός Θεάτρου,

μέλος τής Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών

 

Αισχύλος (525 ή 524 π.Χ. – 456 π.Χ.): αρχαίος Έλληνας τραγωδός. Μαζί με τους νεωτέρους του: Σοφοκλή  (496 π.Χ. – 406 π.Χ.) και Ευριπίδη (480 π.Χ. – 406 π.Χ.), είναι οι μοναδικοί τραγικοί ποιητές των οποίων έχουν σωθεί ολοκληρωμένα έργα. Γόνος τού ευγενούς γαιοκτήμονα Ευφορίωνα (από το γένος των Κοδριδών), παρουσιάστηκε νωρίς στους δραματικούς αγώνες, κατά την 70η Ολυμπιάδα (499 – 496 π.Χ.), όταν διαγωνίσθηκε εναντίον των δραματικών ποιητών Πρατίνα και του Χοιρίλου.

Ήταν Αθηναίος πολίτης που μετείχε στις μάχες κατά των Περσών, ενώ είχε και δύο αδέλφια, που επίσης πολέμησαν στη Μάχη τού Μαραθώνα, τον Αμυνία και τον Κυναίγειρο.  

Στα έργα του συμπυκνώνεται η έννοια του δικαίου, καθώς και η συνείδηση του ποιητή ως μαχόμενου πολίτη. Σύμφωνα με τον Τζ. Τόμσον, ο Αισχύλος ήταν οπαδός του Πυθαγόρα και τα δράματα του είναι γεμάτα πυθαγόρειες ιδέες. Ο ίδιος θεωρούσε ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του τη συμμετοχή του στη Μάχη τού Μαραθώνα, στη Ναυμαχία τού Αρτεμισίου και στη Ναυμαχία τής  Σαλαμίνας.   Ταξίδεψε στη Σικελία, στην αυλή τού τυράννου Ιέρωνα, ενός ισχυρού άρχοντα που καλούσε μεγάλους καλλιτέχνες τής εποχής του στις Συρακούσες. Εκεί πιθανολογείται ότι παρουσίασε, για δεύτερη φορά, τους Πέρσες. Ταξίδεψε και δεύτερη φορά στη Σικελία, πιθανώς εξαιτίας τής διαφωνίας του με το αθηναϊκό κοινό – όπως παρουσιάζεται σε ένα χωρίο στους Βατράχους τού Αριστοφάνη.

Πέθανε στη Γέλα το 456 ή το 455 π.Χ., σε δεύτερη επίσκεψή του. Ο Κλαύδιος Αιλιανός, συγγραφέας του 2ου  αι. μ.Χ., στο βιβλίο του «Περί ζώων ιδιότητος» αναφέρει ότι σκοτώθηκε όταν έπεσε στο κεφάλι του μία χελώνα, την οποία είχε ρίξει από ψηλά ένας αετός, προκειμένου να σπάσει το καβούκι της και μετά να τη φάει. Οι Αθηναίοι εξασφάλισαν την υστεροφημία τού μεγάλου δραματικού ποιητή, ψηφίζοντας νόμο, σύμφωνα με τον οποίο επιτρεπόταν όποιος ήθελε να συμμετάσχει σε διαγωνισμό με έργα τού Αισχύλου. Οι δύο γιοι του: Ευαίων και Ευφορίων, έγραψαν επίσης τραγωδίες, όπως και ο Φιλοκλής, γιος τής αδελφής του. Ο Ευφορίων, μάλιστα, φέρεται ότι νίκησε και τον πατέρα του και τον Σοφοκλή, σε δραματικούς αγώνες. Είναι γνωστοί 79 τίτλοι έργων του, από τα οποία σώζονται σήμερα επτά ολόκληρα και 400 αποσπάσματα και σπαράγματα από τα υπόλοιπα.

Από τα επιγραφικά στοιχεία που διαθέτουμε, η πρώτη του νίκη στους δραματικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων σημειώνεται το 484 π.Χ. και την ακολούθησαν άλλες 12. Στο λεξικό «Σούδα» αναφέρονται 28 νίκες, γεγονός που οδηγεί στην υπόθεση ότι έργα του κέρδισαν την πρώτη θέση και μετά θάνατον, εφόσον βέβαια ο αριθμός 28 μάς έχει παραδοθεί σωστά. Το 472 π.Χ. πήρε τη νίκη στην Αθήνα με το έργο του «Πέρσες». Το 468 π.Χ. διαγωνίσθηκε με τον Σοφοκλή και πήρε τη δεύτερη θέση, αλλά τον επόμενο χρόνο (467 π.Χ.) νίκησε με τη Θηβαϊκή τριλογία και το 458 π.Χ. με την Ορέστεια.

Η αισχυλική δραματουργία εξελίσσεται από τα πρώιμα στα ωριμότερα σωζόμενα έργα του. Οι καινοτομίες που εφήρμοσε:

Προσθήκη δεύτερου υποκριτή (δευτεραγωνιστή).

Μείωση των χορικών και των ανδρών τού χορού από 50 σε 12.

Έξαρση του λόγου.

Εντυπωσιακό σκηνικό θέαμα.

Δημιουργία / σύσταση τριλογίας ενιαίου περιεχόμενου (π.χ. Ορέστεια).

 

Σωζόμενα έργα του:

«Πέρσαι» (472 π.Χ.), «Επτά επί Θήβας» (467 π.Χ.), «Ικέτιδες» (463 π.X.), «Προμηθεύς Δεσμώτης» (;), «Ορέστεια» (τριλογία, 458 π.Χ. των έργων: «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι», «Ευμενίδες», και «Προμηθέας Δεσμώτης», έργο που, ενδεχομένως,  ανήκει στον γιο του, Ευφορίωνα. Τα έργα του επηρέασαν ανθρώπους της λογοτεχνίας και της πολιτικής. Μέσα σε αυτούς ήτανε οι: Βίκτωρ Ουγκό, Λόρδος Βύρων, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε και Καρλ Μαρξ. (Βικιπαίδεια, απόσπασμα)