του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Αν αναγνώστες τής στήλης συμμερίζονται την πεποίθηση ότι πολλά πράγματα στη ζωή προκύπτουν με αξιοσημείωτη όσο και τυχαία αναγκαιότητα, τότε ίσως μάς επιτρέψουν την κατανόηση τής ευκαιρίας να παρακολουθήσουμε την ιστορική συναυλία τής 7ης Μαΐου στο αγαπημένο μας Μέγαρο Μουσικής τής Συμπρωτεύουσας ως περίπτωση τής κατηγορίας αυτής. Υπηρεσιακοί λόγοι, λοιπόν, δημιούργησαν την αναγκαία προϋπόθεση τής αλησμόνητης αντάμωσής μας με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης για ένα δίπτυχο συμφωνικών αριστουργημάτων τού 20ου αιώνα υπό την διεύθυνση τού Alexandre Bloch, ενός από τους πλέον ενδιαφέροντες μαέστρους τής νέας εποχής, με τη σολιστική σύμπραξη ενός από τους πιο πολύπλευρους Έλληνες πιανίστες της νεότερης γενιάς, τον Βασίλη Βαρβαρέσο, που πραγματοποίησε εκεί και τότε την πρώτη παγκόσμια εμφάνισή του στο επίφοβο 3ο κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα τού εορταζόμενου εφέτος Sergei Rachmaninov!
Η «καλή μέρα» προαλείφθηκε ήδη στα βαθιά έγχορδα έναρξης του Κονσέρτου, με έμφαση στην μελισματική ανάπτυξη τής εμβληματικής μελωδίας και με τον σολίστ να εγκαθιδρύει μιαν ανάλαφρη, παιγνιώδη διάθεση, με άνεση μεταπτώσεων στη διαδρομή τού εκτεταμένου allegro ma non tanto για μιαν ανάγνωση αγνού και ανενδοίαστου ρομαντισμού. Απολαύσαμε την εσωτερική αγωγική ευπλασία, την υψηλής δακτυλικής και ορχηστρικής κομψότητας συνεργασία για μιαν ερμηνεία χωρίς μεγαλοστομία, με σχεδόν «θηλυκή» ευαισθησία, εμπλουτίζοντας την δεξιοτεχνική διάσταση με λεπτότητα που ανέδειξε ενδοσκοπικά τη μελαγχολική ματιά των φωτογραφιών τού συνθέτη. Στον ευπρόσδεκτο φωτισμό λεπτομερειών τής ενορχήστρωσης εντάσσουμε το τρέμολο των εγχόρδων αμέσως πριν από την δαιμονικής ασφάλειας ανάκρουση της καντέντσας, λυτρωτικά κραυγαστικής στα χέρια τού Βαρβαρέσου, και -γι’ αυτό- με τη μαλακή της αποκλιμάκωση ακόμη πιο αλλόκοσμη και υποβλητική. Η δεινότητα τού Μπλοκ αποκαλύφθηκε και στη γλυπτική τής ορχηστρικής έναρξης τού ενδιάμεσου adagio, με τον πιανίστα θεματοφύλακα στις καμπές τής αφήγησης, της δυναμικής και της εσωτερικότητας τής κίνησης. Ασφαλής, μυώδης και εμπροσθοβαρής υπήρξε και η ατάκα εκτόνωση στο τελικό alla breve, με ευσταθή ισορροπία ανάμεσα στη δεξιοτεχνική έξαψη, την ακρίβεια, το μέτρο και τη μουσικότητα. Μια πρόκληση για πιανίστα και Ορχήστρα, που ακολούθησε με επίζηλη φυσικότητα τα περιπετειώδη rubati τού φιλοξενούμενού της.
Το γεγονός ότι, μετά το διάλειμμα, η ΚΟΘ έστεψε το πρόγραμμα με μιαν ερμηνεία τόσο υψηλού επιπέδου σε τόσο απαιτητική συμφωνία, όπως η 2η από τις 8 τού Σιμπέλιους, είναι εύγλωττη για την πρόοδό της. Η ευεργετική συστηματική οργάνωση τής παρτιτούρας από τον γεννημένο στη Γαλλία αρχιμουσικό έλαμψε κατ’ εξοχήν στο μεγάλο αργό μέρος, στα pizzicati των εγχόρδων, στις παρεμβάσεις των κόρνων, στην τεράστια παύση καταμεσής της κίνησης, στη νευρωτική της κορύφωση. Μεγάλη ώρα και η άνθηση τού γ’ μέρους, με πλήρη κι όμως ευάερο έλεγχο των οργανικών συνεργειών (αξιομνημόνευτες και εδώ οι βαθιές σονοριτέ των εγχόρδων). Τέλος, βαρυσήμαντη η μετάβαση στο φινάλε, στωική και με σοφή διατήρηση αποθεμάτων για την τελική, βορβορώδη και ιδεατά ατέρμονα κορύφωση μιας συμφωνικής ολοκλήρωσης προορισμένης κατευθείαν για την ψυχή των τυχερών παρισταμένων…