Ριγκολέτο – Πρεμιέρα από το παρελθόν σε νέο χώρο

145

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

          Διόλου άδικα ο «Rigoletto» (1853) του Giuseppe Verdi (1813-1901) παραμένει ένα από μια χούφτα έργων, στη δημοφιλία των οποίων επενδύει περιοδικά η Εθνική Λυρική Σκηνή για μια σειρά από αντιστοίχως προβλέψιμα επανερχόμενες «πρεμιέρες» της. Μια πολιτική οργάνωσης δραματολογίου όμως, η οποία, πέραν της γενικής οικονομικής στενότητας, προφανώς εκπορεύεται από την περίπου διαχρονική και πάντως αδιέξοδη αντίληψη ιθυνόντων της που θέλει το κοινό αρκετά απαίδευτο, ώστε να μην ανταποκρίνεται σε λιγότερο «οικεία» έργα. Έστω κι αν αυτά, από δεκαετιών πλέον, έχουν πλαισιώσει διεθνώς το κεντρικό ρεπερτόριο.

Στο cartellone της 25ης Οκτωβρίου, λοιπόν,  στο Φαληρικό Μέγαρο του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», και πάλι ο «Ριγκολέττο» του Τζουζέππε Βέρντι στην εξαιρετικά βιώσιμη παραγωγή του Νίκου Σ. Πετρόπουλου, την οποία είχαμε ήδη παρακολουθήσει στα «Ολύμπια» και, εν συνεχεία, στη φιλόξενη και μελοδραματικά αξιόμαχη αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Το επιβλητικό σκηνογραφικό περιβάλλον της σχολαστικής αυτής χρονικής μετατόπισης της πλοκής στην Ιταλία του φασισμού αναδείχθηκε περαιτέρω από την πρόσθετη ευρυχωρία της νέας φιλοξενίας του, αποκάλυψε όμως και οπτικά, ήδη από την α’ σκηνή, τον αριθμητικό αποδεκατισμό της χορωδίας της ΕΛΣ, ούτως ή άλλως αντιληπτό στο μουσικό αποτέλεσμα από τινος χρόνου, ιδίως (;) στην κατηγορία των τενόρων.

Η παράσταση ξεκίνησε με ενεργοποίηση του συναγερμού πυρκαγιάς του Κτηρίου ενώ η Ορχήστρα παιάνιζε το δραματικό πρελούδιο, αλλά, μετά από ολιγόλεπτη διακοπή, η παράσταση ξανάρχισε ομαλά, αποκαλύπτοντας όρια αλλά και βελτιώσεις απόδοσης των εκλεκτών μονωδών. Τα πρώτα αφορούν κυρίως τον τενόρο Γιάννη Χριστόπουλο, Δούκα ανέκαθεν ελάχιστα αριστοκρατικό στην υπόκριση και με τραγούδι ευγενούς γραμμής μεν, αλλά εκφραστικά περιορισμένο. Από την άλλη πλευρά, η Χριστίνα Πουλίτση επανέλαβε τη Τζίλντα της με τη μουσικότητα και τη δεξιοτεχνία στην κολορατούρα που είχε οδηγήσει σε βράβευσή της στο παρελθόν, ο Δημήτρης Καβράκος δεν απογοήτευσε ως Σπαραφουτσίλε, η Ειρήνη Καράγιαννη ενίσχυσε το φωνητικό και δραματικό sex appeal τής Μανταλένα. Από τη δυναμική διεύθυνση του Ηλία Βουδούρη μάς έλλειψε κυρίως η ενσυναίσθηση της καντιλένας σε λυρικές σελίδες, όπως στο πρώτο ντουέτο πατέρα –  κόρης. Ήταν πραγματικά κρίμα, αφού, στον επώνυμο ρόλο της όπερας, ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς υπήρξε αποκαλυπτικός, σκιαγραφώντας με αναβαθμισμένη πειστικότητα το διχασμό της προσωπικότητας του απόκληρου γελωτοποιού, αφ’ ενός ως συμπλεγματικού «παρατρεχάμενου» του Δούκα και, αφ’ ετέρου, ως έντρομου, αυστηρού όσο και τρυφερού πατέρα. Και μόνον η τόσο θεαματική ωρίμανση αυτής της ενσάρκωσης δικαιολογούσε την εκ νέου παρακολούθηση ενός ήδη επαρκώς γνωστού θεάματος, αφού ο διεθνούς φήμης ερμηνευτής απέδειξε ότι -ευτυχώς- δεν αντιμετωπίζει τον ρόλο ως δεδομένο.

Για όσους έχουμε παρακολουθήσει τον Πλατανιά από τις απαρχές της οσονούπω ήδη πολυετούς σταδιοδρομίας του, η  προσωπογραφία του γι’ αυτόν τον βαρύ όσο και εξαίσιο αντιήρωα έχει πλέον διαβεί τον Ρουβίκωνα που χωρίζει την κραυγαλέα καταλληλότητα της υπόσχεσης από την κατάκτηση της καθολικής μουσικής και υποκριτικής ταυτότητας. Η τεράστια σκηνή στο Νιάρχειο είναι πλέον δική του χωρίς ανάγκη εγκατάλειψης της ανέκαθεν ταιριαστής στον ίδιο υποκριτικής λιτότητας. Η οικονομημένη, σκυθρωπή μελαγχολία του έμοιαζε να αναβλύζει αβίαστα από την -απολύτως εντός ρόλου- επίγνωση για ένα αυτοεκπληρούμενο πεπρωμένο. Ένα πεπρωμένο που ο Ριγκολέτο, ήδη από την πρώτη αντιπαράσταση με την κατάρα του ομοιοπαθούς κόμητα Μοντερόνε, γνωρίζει ότι θα τον πλήξει και στο οποίο ο καλλιτέχνης ανθίσταται, ως πάσχον υποκείμενο, με τη στωική επίγνωση ενός καθαρτήριου εξαγνισμού του. Ανανέωσε έτσι μια dramatis persona, όπως αυτή που πρωταρχικά συνέλαβε ο Ουγκώ, εκπέμποντας ενθαρρυντικό μήνυμα σε σχέση με το ανεξάντλητο βάθος μεγάλων χαρακτήρων όπως αυτός. Γι αυτό και μόνο ο Πλατανιάς δικαιούται πλέον, πέραν της διεθνούς αναγνώρισής του, ως ενός εκ των πλέον καθιερωμένων ερμηνευτών του Βέρντι στην εποχή μας,  και μια δική του θέση στο πάνθεον της σεβαστής Ελληνικής ερμηνευτικής παράδοσης του συγκεκριμένου ρόλου, στη βασιλική διαδοχή ενός Γιάννη Αγγελόπουλου, ενός Κώστα Πασχάλη, ενός Βασίλη Γιαννουλάκου…