Η 40ή επέτειος από την ίδρυση φερώνυμου Φεστιβάλ στη γενέτειρα του Gioacchino Rossini συνδυάσθηκε με την ολοκλήρωση των διοικητικών μεταβολών στην ηγεσία του, διαδικασία που ανέδειξε τον Olivier Descotes στη θέση του γενικού διευθυντού. Η Αθηναϊκή διπλωματική και πολιτική προϋπηρεσία του Γάλλου, ως συμβούλου της πρώην υπουργού Πολιτισμού Λυδίας Κονιόρδου, είχε επισφραγισθεί με ένα μάλλον ωχρό Γκαλά Ροσσίνι της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (Σεπτέμβριος 2018) υπό την αιγίδα του ROF, στην αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» του ΚΠΙΣΝ.
Μεγάλη πρεμιέρα του εφετινού ROF υπήρξε η «Semiramide», στη Vitrifrigo Arena και σε νέα παραγωγή του Graham Vick. Με διάρκεια που υπερβαίνουν μόνον οι δύο εκτενέστερες όπερες του Βάγκνερ, χωρίς όμως μακρύ διάλειμμα τύπου Μπάυρώιτ, και με την απόφαση εκτέλεσης κάθε νότας που είχε συνθέσει ο Ροσσίνι, η παρακολούθηση (17/08) υπήρξε κοπιώδης. Η σκηνοθεσία εστίασε στο «προπατορικό έγκλημα» της προϊστορίας του έργου, επιστράτευσε σύμβολα ψυχολογικής υφής (ένα τεράστιο αρκουδάκι ως δηλωτικό παιδικού τραύματος του διαφυγόντος τη δολοφονία Νινία-Αρσάκη) και μετέφερε την πλοκή από τη Βαβυλώνα σε σύγχρονο επιχειρηματικό πλαίσιο, επιφυλάσσοντας για το ιερατείο την όψη αρχαϊκών σαμάνων και περιορίζοντας τον εξωτισμό στην Ινδική ενδυμασία του πρίγκιπα Ιντρένο. Οι δεξιοτεχνικές μακρηγορίες του τελευταίου δικαιώθηκαν από τον φωνητικά αγέραστο τενόρο Antonino Siragusa, εκθέτοντας όμως, με την πλησμονή τους, την ανισόρροπα ανεπαρκή παρουσία της ποθητής στον ίδιο πριγκίπισσας Αζέμα (Martiniana Antonie). Τις εντυπώσεις έκλεψε, ήδη από την εισαγωγική σκηνή, ο Ορόε του εύηχου και ηχηρού βαθυφώνου Carlo Cigni, καταλείποντας μικρό χώρο για τον πρώτο μπάσο του έργου, τον βασιλοκτόνο Ασσούρ, που ερμήνευσε με εξαίρετη σχολή αλλά περιορισμένη φωνογένεια ο Αργεντινός Nahuel Di Pierro. Με ιδεώδη υποστήριξη από τη δυναμική και υπερευαίσθητη διεύθυνση του Michele Mariotti, αναδείχθηκε όλη η δύναμη της έμπνευσης του Ροσσίνι, τόσο από την υψίφωνο Salome Jicia, ως επώνυμη μοιχαλίδα και ερωμένη του βασιλοκτόνου στρατηγού, όσο και εξόχως από τη μεσόφωνο Varduhi Abrahamian, στον ανδρόγυνο ρόλο του χαμένου πρίγκιπα, ερωτικού στόχου αλλά στην πραγματικότητα γιου και εν τέλει ακούσιου μητροκτόνου της βασίλισσας, αμφότερες αξιοσημείωτης τονικής πληρότητας και άρθρωσης σε όλο το εύρος της αμείλικτης τεσσιτούρας των ρόλων τους.
Πολλούς ξένισε η απουσία από την παραγωγή της υψιφώνου Angela Meade, που είχε εμφανισθεί λίγο νωρίτερα, το ίδιο απόγευμα, στο Teatro Rossini, με δεδομένη τη σχετικά πρόσφατη επιλογή της για τον κεντρικό ρόλο στην HD αναμετάδοση της «Σεμιράμιδος» από τη Μετ. Το απαιτητικό της πρόγραμμα εγκαινιάσθηκε ριψοκίνδυνα με την «Casta Diva» από τη «Norma» του V. Bellini, αποκαλύπτοντας φωνητικές δεξιότητες, αλλά και εκφραστικά όρια της καλλιτέχνιδας, που στο πιάνο συνόδευσε ο δόκιμος πιανίστας Giulio Zappa. Η επιλογή 4 μελωδιών σε οπερατικό, επαναστατικό ύφος και, ιδίως, μιας μεγάλης άριας από την grand opéra του Giacomo Meyerbeer «Robert le diable» επιβεβαίωσαν την αίσθησή μας ότι η Αμερικανίδα είναι πρωτίστως «bête de scène», προορισμένη για μεγάλους δραματικούς ρόλους. Το εξαιρετικά αργό τέμπο του πιανίστα απονεύρωσε το νοσταλγικό τραγούδι της Μαριέττα από την όπερα «Die tote Stadt» (Η Νεκρή Πόλη) του Erich Wolfgang Korngold, ενώ η ακροτελεύτια ομάδα μελωδιών του Richard Strauss απογοήτευσε με το βάρος και τη μονοχρωμία της ερμηνείας. Με 3 ανκόρ της ιδιοσυγκρασίας της όμως, άριες από την «Adriana Lecouvreur» του Francesco Cilea, την «La Wally» του Alfredo Catalani, καθώς και το αμερικανικά αφοπλιστικό «I want to be a Primadonna» (Art is calling me) από την «κωμική όπερα για το Broadway» «The Enchantress» (Η Γητεύτρα, 1911) του Victor Herbert, πείσθηκαν οι πάντες για την επίτευξη αυτού του διακηρυγμένου στόχου της!