22 χρόνια χωρίζουν τις δύο εκδοχές της όπερας του Giuseppe Verdi «Simon Boccanegra», που αναβίωσε τον Ιανουάριο στο Μέγαρο του Φαλήρου σε δοκιμασμένη παραγωγή του Elijah Moshinsky (1991), αναπαλαιωμένη από τον Rory Fazan και -φευ- ενοικιαζόμενη από τη Βασιλική Όπερα Κόβεντ Γκάρντεν. Το έργο, ήδη από την αρχική εκδοχή του έτους 1857, ανάγεται στην ωριμότητα του συνθέτη. Με δεδομένη δε την ισόβια εξέλιξη της γραφής του Βέρντι, η αντιπαράσταση της πρώτης με την ευρεία επεξεργασία του 1879, στη βάση ηχητικών τεκμηρίων από μεταδόσεις του BBC των ετών 1975 (Ponto PO 1002) και 1996, αποδίδει εμβάθυνση και εκλέπτυνση πάνω σε εν πολλοίς ήδη διαμορφωμένα συνθετικά χαρακτηριστικά. Η οριστική εκδοχή, κατά κύριο λόγο, δεν απαλύνει αλλά μάλλον εντείνει τη σκοτεινή ατμόσφαιρα της αρχικής, επιτυγχάνει όμως να εμπλουτίσει καίρια τη μουσική δραματουργία, με την εισαγωγή της σκηνής του Συμβουλίου, του εν τω μεταξύ ομφαλού της όπερας, που ολοκληρώνει την α’ πράξη και διευρύνει καθοριστικά τόσο την απήχηση του επώνυμου χαρακτήρα όσο και την εγερτήρια πατριωτική διακήρυξη της εθνικής ενότητας ως προαπαιτούμενου της Ιταλικής παλιγγενεσίας.
Βασισμένος, όπως και ο «Τροβατόρε», σε ένα περίπλοκο δράμα του Ισπανού δραματουργού Antonio García Gutiérrez, ο «Μποκανέγκρα» μοιράζεται με αυτόν τα χρονικά άλματα (απώτερος πρόλογος) και τη δυσχερή κατανόηση ταυτοτήτων και γεγονότων της πλοκής. Η παραγωγή που παρακολουθήσαμε, σε δύο διανομές, επικούρησε την ακώλυτη επικέντρωση στα essentialia, με το επιβλητικά κλασσικό σκηνικό του Michael Yeargan, τους υποβλητικούς φωτισμούς του John Harrison και τα εύλογα κοστούμια μιας ορισμένης εποχής του Peter J. Hall.
Οι παραστάσεις ευτύχησαν σχεδόν καθολικά στους ερμηνευτές που τις υπηρέτησαν. Τον πειρατή Δόγη εμπλούτισαν αντιστικτικά με τις σημαντικές καλλιτεχνικές τους προσωπικότητες δύο εξέχοντες βαρύτονοι. Δωρικής οικονομίας στη χειρονομία, ο Δημήτρης Πλατανιάς προσπόρισε δραματικό φωνητικό μέταλλο στην υποκριτική διαχείριση του χαρακτήρα, παραμένοντας ουσιαστικά άμοιρος του πελάγους της ραδιουργίας που τον ανέδειξε και τον ανέτρεψε, μπρούσκος αλλά και τρυφερός θαλασσινός ως το τέλος. Πιο λυρική και σύνθετη υπήρξε η προσωπογραφία του Τάση Χριστογιαννόπουλου στον ίδιο ρόλο, που παρουσίασε έναν πολεμιστή ηρωικής ευγένειας, με όχημα τη θαυμαστής ομοιογένειας φωνή του, εύηχα ενισχυμένη στα καλλιεπή κέντρα της. Μετά από ορισμένες επισφάλειες στον πρόλογο, η αριστοκρατική γραμμή του τραγουδιού αναδείχθηκε σε εξέχουσα ποιότητα του έμπειρου βαθυφώνου Χριστόφορου Σταμπόγλη για το ρόλο του άκαμπτου πατρικίου Γιάκοπο Φιέσκο. Ζωηρός και ανάγλυφης εκφοράς, ο ομόφωνός του Πέτρος Μαγουλάς χάρισε ευπρόσδεκτη και πολεμοχαρή αιχμηρότητα σε αυτόν τον εμμονικό αντίπαλο του Δόγη των πληβείων, με κερδισμένο πλούτο στη χαμηλή περιοχή μιας φωνής γαλβανισμένης στο μπαρόκ και το μπελκάντο. Τη χαμένη θυγατέρα του Δόγη υποδύθηκε στις 22/01 η Τσέλια Κοστέα, μια πραγματική λυρικοδραματική φωνή, που ο πλούτος της απλώθηκε μαγικά στην αίθουσα, συνδυασμένος ευεργετικά με τη στιβαρή εκφορά του τενόρου Δημήτρη Πακσόγλου ως Γκαμπριέλε Αντόρνο. Εναλλάξ, ως Αμέλια Γκριμάλντι, η Άννα Στυλιανάκη γοήτευσε, στις 26/01, με την ευσταλή παρουσία και γραμμή, το φωτεινό ηχόχρωμα και ικανό απόθεμα πληρότητας για τα μεγάλα μελωδικά τόξα. Τον νεαρό εραστή της ενσάρκωσε, με ευγενή τονική και στυλιστική φόρτιση, ο διάσημος Μεξικανός τενόρος Ramón Vargas, «αρυτίδωτος» -στα 58 του- γνώριμος από παλιούς Αθηναϊκούς θριάμβους. Πολυτελής, τέλος, η συμμετοχή του βαρυτόνου Κύρου Πατσαλίδη που κυριολεκτικά μεταμόρφωσε τον Πάολο Αλμπιάνι σε υπολογίσιμο αντίπαλο του Δόγη, πρόπλασμα Ιάγου για τον εστεμμένο συμπολεμιστή του. Αν στην προγενέστερη των παραστάσεων που παρακολουθήσαμε χειριζόταν ήδη εξαίρετα τα σκοτεινά ηχοχρώματα της παρτιτούρας, η αρχιμουσικός Ζωή Τσόκανου κατήγαγε προσωπικό θρίαμβο στη χρονικά επόμενη, ενισχύοντας με δύναμη και δραματικότητα μιαν ήδη καλά μελετημένη ανάγνωση.