Στα ίχνη της Αλεξάνδρας Τριάντη – Βραδιές τραγουδιού στην Αθήνα

150

Αν το επικείμενο γύρισμα μιας νέας χρονιάς σηματοδοτεί τη μελαγχολία προσωπικών απολογισμών, τότε η σημερινή αναδρομή μας δεν θα ήταν δυνατόν να περιβληθεί εντονότερο υπαρξιακό χαρακτήρα από εκείνον που χαρακτηρίζει το λιτό, βραχυλογικό και πυκνό είδος της έντεχνης μελωδίας. Κορυφαία όσο και απρόσμενα δείγματα της απεσταγμένης αυτής φόρμας, από το Γερμανικό Lied και τη Γαλλική mélodie έως και Ισπανικές αλλά και Ελληνικές επιλογές, κόσμησαν τη διαδρομή του πρώτου χειμερινού τριμήνου της τρέχουσας καλλιτεχνικής περιόδου. Μια φόρμα που ηχεί ίσως ακόμη πιο  εξωτική στη χαοτική σύγχρονη Αθήνα από όσο υποθέτουμε ότι ηχούσε τη δεκαετία του 1930, όταν η υψίφωνος Αλεξάνδρα Τριάντη πλαισίωνε τεράστιους ομότεχνούς της σε μιαν επιχείρηση καταγραφής μελωδιών του περίκλειστου Hugo Wolf (1860-1903) για το γραμμόφωνο, με τη μέθοδο της προεγγραφής στο πλαίσιο μιας εν τέλει εξάτομης έκδοσης φερώνυμης Εταιρείας (Hugo Wolf Society, 1931-1938).

        Το εναρκτήριο λάκτισμα της νοητής ακολουθίας των εκδηλώσεων έδωσε, στο πλαίσιο προγραμματικά σύμμεικτης συναυλίας στην αίθουσα «Άρης Γαρουφαλής» του Ωδείου Αθηνών, ο κύκλος «Γυναίκας Αγάπη και Ζωή» (Frauenliebe und Leben, έργ. 42, 1830) του Robert Schumann (1810-1856) σε ποίηση του ρομαντικού Adelbert von Chamisso (1781-1838). Τον ερμήνευσε με νεανική δροσιά και αγνή άρθρωση η υψίφωνος Μυρσίνη Μαργαρίτη συνοδευόμενη στο πιάνο από τον διεθνώς διακεκριμένο αρχιμουσικό Νίκο Αθηναίο. Η έρπουσα μομφή μιας υπέρ το δέον, εκ μέρους της, μελοδραματικής απόδοσης των τραγουδιών αυτών απηχεί, κατά την άποψή μας, μάλλον ελλιπή εξοικείωση του κοινού με την επιθετική αμεσότητα της ακουστικής παρόμοιων χώρων δωματίου, οι οποίοι, ως εκ των διαστάσεών τους, αποδίδουν ενισχυμένη προβολή της φωνής, που αρχικά ξενίζει.

        Στην ίδια ανακαινισμένη αίθουσα (29/10), Μαργαρίτη και Αθηναίος ένωσαν τις δυνάμεις τους  με τον καθιερωμένο και στο τερραίν αυτό βαρύτονο Τάση Χριστογιαννόπουλο για το «Ιταλικό Βιβλίο Τραγουδιών» (Italienisches Liederbuch, 1890/92 και 1896) του Βολφ, σε ψευδαφελή ομοιοκαταληκτική ποίηση του Paul Heyse (1830-1914, Βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας 1910). Έχοντας διασφαλίσει τη διάθεση των κειμένων στους θεατές, στο πρωτότυπο και ελληνιστί (μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς), οι καλλιτέχνες κατέγραψαν επίδοση που αποτελεί ζητούμενο κάθε φημισμένης αίθουσας ανά την υφήλιο,  σε ευγενή διαγκωνισμό εκφραστικής φόρτισης, εύρους δυναμικής, διαύγειας απαγγελίας και γλαφυρής απόδοσης τής ενίοτε «γειτονικής» αντιπαράστασης των ποικίλων ενδιαθέσεων που εγκλωβίζουν τα 46 σύντομα στιχουργήματα.

          Με τον μαέστρο Αθηναίο υποστηρικτικό όσο και παρεμβατικό από το πληκτροφόρο, οι δύο μονωδοί εκτύλιξαν αξιοσημείωτο εύρος ηχοχρωμάτων. Εντελώς ενδεικτικά, ο παιδιάστικος τόνος της Μαργαρίτη ενδύθηκε παιγνιώδη παρθενικότητα για την ομολογία της αγάπης (στο 10ο ληντ, με ένα υπέροχο σβήσιμο), για το ερωτικό πείσμα της δυσπιστίας (12ο) ή και για την οργή (6ο) στον φανταστικό διάλογο με τον εραστή, αφήνοντας  χώρο για μιαν εκστατική μετουσίωση του έρωτα στο 19ο. Ακόμη πιο τολμηροί υπήρξαν οι μορφασμοί προσώπου και φωνής από τον βαρύτονο. Αίφνης στο 7ο τραγούδι, με την ελεγειακή, παραπονιάρικη mezza voce του σε αξιοσημείωτο κοντράστ εσωτερικότητας με το προηγούμενο ληντ και με μιαν αξιοθαύμαστη δικαίωση της μουσικής αξίας των συμφώνων. Ανακαλούμε το ιπποτικό ήθος και τη φραστική χάρη για την παρακλητική αγωνία του 8ου, τη διαχείριση κλιμάκωσης και αποκλιμάκωσης (στο 9ο),  την ποθοπλάνταχτη ιταλοπρέπεια της καντιλένας του 17ου, το subito piano στο «das letzte» του 18ου, τον λεπτό σαρκασμό του 26ου, τον αλλόκοσμο, θωπευτικό τόνο του 27ου, τόσο υπομνηστικό νεαρού Ντήτριχ Φίσερ-Ντησκάου, τη διαβάθμιση της δυναμικής από το ονειρωδώς σιγανό «Sehnsucht» έως το έξοχα στεντόρειο «Wahnsinn» στον ύμνο που αποτελεί το 35ο.

         Οι σημειώσεις μας θα αρκούσαν για πολλές ακόμη επισημάνσεις λεπτομερούς υψηλής τέχνης του αξιομνημόνευτου καλλιτεχνικού συνδυασμού που ενέγραψε με τη συναυλία αυτή προσημείωση υποσχέσεων για το μέλλον…