Ταίηλορ, Τσαϊκόφσκι και Μάλερ από την ΚΟΑ

10

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

 

        Ένα ακόμη ενδιαφέρον και γενναιόδωρο σε απαιτήσεις και διάρκεια πρόγραμμα προσέφερε στους ολοένα και πολυπληθέστερους ακολούθους της η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό την μουσική διεύθυνση τού καλλιτεχνικού διευθυντή της Λουκά Καρυτινού. Ένα πρόγραμμα που, ενεπιγνώτως ή μη, ενίσχυσε τον γόνιμο διάλογο, που αποτελεί ένα από τα πλέον επωφελή παρελκόμενα παρομοίων εκδηλώσεων ανάμεσα όχι μόνο στην κοινότητα των επιφορτισμένων με την κριτική αποτίμησή τους, αλλά και σε κύκλους ενός από τα τελευταία συγκροτημένα, τακτικά μουσικά κοινά τού λόγιου είδους στην πρωτεύουσα.

      Αίφνης και σε χρονιά αφιερωμάτων στον Σεργκέι Ραχμάνινωφ, την συναυλία τής 3ης  Φεβρουαρίου, στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» (Φίλων της Μουσικής) τού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, εγκαινίασε ένας τίτλος υπομνηστικός αειθαλούς του σπουδαίου αυτού δημιουργού. Η «Vocalise» έργον 9 του Νέστορος Ταίηλορ (*1963) για υψίφωνο και ορχήστρα, όπως πληροφορηθήκαμε από το πυκνό και γνησίως ενημερωτικό σημείωμα τής 28ης /01/2011 του συνθέτη, φιλοξενούμενο στο προγραμματικό δελτάριο τής βραδιάς, αποτελεί σύνθεση του έτους 2006 και, συμπληρώνουμε εμείς, λειτούργησε ως υπόμνηση, καθώς και συνηγορία, τής πρόσφατης παγκόσμιας πρεμιέρας τής όπεράς του «Ελένη», βασισμένης στο κινηματογραφικής φήμης ομώνυμο βιογραφικό μυθιστόρημα τού Νίκου Γκατζογιάννη (Nicholas Gage), που δόθηκε στην Όπερα τής Γερμανικής Ερφούρτης υπό την μουσική διεύθυνση τού Μύρωνος Μιχαηλίδη, σημειώνοντας ιδιαίτερη επιτυχία κριτικών και κοινού, όπως μάς μεταφέρθηκε από διακεκριμένους αυτόπτες θεατές. Με σύμμαχο την πλούσια και ασφαλή εκφορά υψιφώνου τού διαμετρήματος τής Celia Costea, ακροβολισμένης σε εναλλασσόμενα επίπεδα απόστασης από το κοινό, η ολιγόλεπτη σύνθεση τού Ταίηλορ, ευπρόσδεκτη από ποικιλοτρόπως κακοποιημένα ώτα, ανέπτυξε, χωρίς ενοχές για την λυρική τονική της προσήλωση,  μιαν ατμόσφαιρα διακριτικού και ενσυναισθηματικού ρομαντισμού, με λεπταίσθητη ενορχήστρωση που αναδείχθηκε από την μπαγκέτα και άγγιξε το ενθουσιώδες κοινό.

      Διαφωνούμε έντονα με πανό διαμαρτυρίας κατά τής αξιοποίησης τού Ρώσου βιολονίστα Vadim Repin  ως σολίστ στο κοντσέρτο για βιολί τού Τσαϊκόφσκι που ακολούθησε. Στον δυναμισμό τού πόντιουμ όμως, ο διαπρεπής δεξιοτέχνης, πέραν τής αδιαμφισβήτητης μουσικότητάς του,  δεν εισέφερε την αναμενόμενη εκφραστική ένταση. Παρά την αναλαμπή ενέργειας στην canzonetta και τις εξαίρετες ανταλλαγές με κλαρινέτο και φλάουτο, η κίνηση αυτή ίσως επωφελείτο από ένα πιο αργό τέμπο, ενώ η πυροτεχνική δεξιοτεχνία στο φινάλε δεν αναίρεσε την εντύπωση ερμηνευτικής επιφανειακότητας, ίσως από την κόπωση τής συχνής εκτέλεσης, ίσως από την ωμότητα μιας νέας εποχής ασύμβατης με τον εσωτερικό πόνο τού Τσαϊκόφσκι.

      Η συναυλία ολοκληρώθηκε με μια γεμάτη προσωπικότητα και επιμέρους οργανικές επιδόσεις ανάκρουση τής 1ης συμφωνίας τού Μάλερ. Η κυριαρχία τού Καρυτινού στην μακρά κλιμάκωση τού α’ μέρους επιβεβαιώθηκε στη ρυθμική εγρήγορση τής διονυσιακής ατμόσφαιρας τού β’, συμπεριλαμβανομένου τού ανενδοίαστα νοσταλγικού Schmalz τής ενδιάμεσης παραγράφου. Η δεινότητα τού μουσικού αφηγητή διαπότισε, αξιοσημείωτα χωρίς σκωπτική υποσημείωση, αλλά με πικρό σαρκασμό στην εκπνοή της, την σατυρική «πένθιμη» πομπή κυνηγού τής γ’ κίνησης, που οδήγησε σε ένα αρκούντως διθυραμβικό φινάλε και σε δικαιολογημένους αλαλαγμούς και ποδοκρουσίες κοινού και μουσικών…