Ο Λεός Γιανάτσεκ συνέθεσε την «Κάτια Καμπάνοβα» (1921) με πρότυπο τον ισχυρό όσο και εύθραυστο χαρακτήρα της «Μαντάμ Μπάτερφλάϋ» (1904) του Τζάκομο Πουτσίνι. Πουθενά πάντως ο μοντερνισμός του Τσέχου δεν συναντάται πιο έκδηλα με εκείνον του ώριμου Πουτσίνι όσο στην μέχρι προ ολίγων δεκαετιών υποτιμημένη «La Fanciulla del West» (1910), έργο με αντίστοιχη, για τα δεδομένα του Ιταλού, οικονομία στην ανάπτυξη των μελωδιών με εκείνη του Γιανάτσεκ και με συνεχείς τολμηρές διαταράξεις του ομαλού ειρμού της μουσικής.
Τυχαία ή όχι, «Το κορίτσι της Δύσης» ανάγεται, όπως και η Μπάτερφλάυ, σε θεατρικό έργο του δημοφιλούς και μεγάλης επιρροής Αμερικανού συγγραφέα και σκηνοθέτη David Belasco. Τι κι αν η αρχική αντίδραση του Πουτσίνι απέναντι στο έργο του Μπελάσκο δεν ήταν ενδεχομένως τόσο ανεπιφύλακτη όσο υπονοεί ο λιμπρετίστας και βιογράφος του Τζουζέππε Αντάμι, αλλά μάλλον ελάχιστα ενθουσιώδης, όπως αφήνει να διαφανεί ο ίδιος ο μουσουργός σε επιστολή του. Εν τέλει, όπως συμβαίνει με τις προφανείς μουσικές επιρροές του Στράους και του Ντεμπυσσύ στη συγκεκριμένη όπερα, έτσι και το δραματουργικό επίπεδό της φέρει απαράλλαχτη την απορροφητική σφραγίδα της ιδιοφυίας του Πουτσίνι. Ενός Πουτσίνι που με την «αμερικανική» του όπερα, «την μέχρι στιγμής καλύτερή» του, όπως δήλωνε, στόχευε «σε μια δεύτερη Μποέμ, μόνον ισχυρότερη, τολμηρότερη και πιο εκτεταμένη», δήλωση -η δεύτερη- αποκαλυπτική της διηνεκούς πρόθεσης του να προσδώσει στους γυναικείους χαρακτήρες του την τιμητική γι’ αυτούς ενσυνείδητη και γι αυτό γενναία ανάληψη ευθύνης επώδυνων προσωπικών επιλογών.
Με δεδομένη τη θριαμβευτική υποδοχή της παγκόσμιας πρεμιέρας, στη Μετροπόλιταν Όπερα και με πρώτους διδάξαντες την Τσέχα Emmy Destinn πλάι στους Ιταλούς Enrico Caruso και Pasquale Amato, υπό τη διεύθυνση του Arturo Toscanini, κάθε επιστροφή του συγκεκριμένου έργου στην κοιτίδα του αποτελεί αντιπαράσταση με την ιστορία. Στην παράσταση της 27ης /10, που αναμεταδόθηκε δορυφορικά στην αίθουσα «Αλ. Τριάντη» του ΜΜΑ, η αναλυτική, ακριβής και ατμοσφαιρική σκηνοθεσία του Giancarlo Del Monaco συστρατεύθηκε με την αιματώδη διεύθυνση του Marco Armiliato, ώστε να διασφαλισθεί σε πρωταγωνιστές και ελάσσονες χαρακτήρες ο αυθεντικός υποκριτικός χώρος, στον οποίο είχε αποβλέψει ο Πουτσίνι στρατολογώντας τον Μπελάσκο ως βοηθό του πρώτου σκηνοθέτη Τίτο Ρικόρντι.
Η Μίννι της έμπειρης στο ρόλο Ολλανδής υψιφώνου Eva–Maria Westbroek (*1970), παρεμπιπτόντως συζύγου του οικείου μας από παραστάσεις στην ΕΛΣ (Ηλέκτρα, Γένουφα) τενόρου Frank van Aken, δεν τιθασεύει πλέον ορισμένες ιδιαίτερα υψηλές νότες με την ακεραιότητα παραστάσεων στην Όπερα της Φρανκφούρτης του έτους 2013, που κυκλοφορούν σε δίσκους (arte nova OC 945). Μολαταύτα, η πλούσια, κρεμώδης και στιβαρή φωνή, η ιταλοπρέπεια της φραστικής, το αδρό παράστημα και η προτεσταντική δωρικότητά της συγκροτούν αξιομνημόνευτη προσωπογραφία, ως αυστηρό προπέτασμα μιας τρωτής ψυχής σε συνθήκες «άγριας δύσης», ενώ οικοδομούν πειστικά τη σωτήρια ανατροπή της γ’ πράξης και το αίσιο -αν και πολλαπλώς ανοιχτό- φινάλε. Στη διαδοχή του Καρούζο ο Γερμανός συμπρωταγωνιστής της Jonas Kaufmann (*1969) μοιράστηκε με τον αντιστοίχως θρυλικό προκάτοχό του όχι μόνο την κοινή βαρυτονική φωνητική τους χροιά, αλλά εν ολίγοις και το σύνολο των τεχνικών και ερμηνευτικών αρετών που τους διασφαλίζουν θέση στο Πάνθεον της ιστορίας του μελοδράματος. Πυλώνας της Μετ πλέον, ο προϋπηρετήσας στη Φρανκφούρτη Σέρβος βαρύτονος Željko Lučić (*1968) σκιαγράφησε ένα σερίφη επιβλητικού και ποιοτικού φωνητικού όγκου, τραχιάς αλλά και έντιμης ιδιοσυγκρασίας, υποδόρια προετοιμασμένο για το μοναχικό πεπρωμένο του. Παρόμοιες ρωγμές στην αδυσώπητη, ανταγωνιστική, αλλά όχι αδιαπέραστη, ανδροκρατία του έργου ανέδειξαν και οι πολυάριθμοι ερμηνευτές χαρακτήρων, με εξάρχοντες τον μπάρμαν Νικ του Carlo Bosi, τον μελωδό Τζέηκ Γουάλας του Oren Gradus, καθώς και τον ευέξαπτο όσο και ευαίσθητο Σονόρα του Michael Todd Simpson.