Τόσκα της ΕΛΣ και soirée με την Αγνή Μπάλτσα!

252

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

          Ένας ρόλος σαν τη  Φλόρια Τόσκα αποτελεί ρεαλιστικό στόχο για λυρικές καλλιτέχνιδες που κινούνται στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στη μεσόφωνο και τη δραματική σοπράνο. Τον αντιποιήθηκαν όμως και άλλες με «ελαφρότερες» προϋποθέσεις, χάρη στη σκανδαλώδη ενθάρρυνση μαέστρων όπως ο αείμνηστος Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν. Διόλου αμφιλεγόμενο κεφάλαιο της δικής του εποχής υπήρξε αντιθέτως η επένδυσή του στην Αγνή Μπάλτσα. Οι μελομανείς Αθηναίοι είχαν την ευκαιρία να την απολαύσουν σε ένα απολογιστικό tête-à-tête την Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου, ως πρωτοβουλία του Συλλόγου των Φίλων της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, και μάλιστα με ελεύθερη είσοδο στο φιλόξενο Kotzen Hall της οδού Αναπήρων Πολέμου 9. Σε μιαν εκδήλωση ευρωπαϊκού επιπέδου, χάρη στον εκλεκτό οικοδεσπότη της πριμαντόνας, τον  οικείο στη φιλόμουση Αθήνα πρέσβη επί τιμή Τάσο Κριεκούκη, η μεγάλη Ελληνίδα μεσόφωνος, ακροπατώντας συνεχώς μεταξύ ειλικρίνειας και αβρότητας,  αποκάλυψε στους συγκινημένους παρισταμένους μυστικά κι αλήθειες μιας προσωπικότητας και μιας τέχνης που την κατέστησαν θεσμική παρουσία σε χώρους τόσο δυσανεκτικούς στη μετριότητα, όπως, απολύτως ενδεικτικά, παραμένουν η Βιέννη, η Μαδρίτη, η Ζυρίχη, το Τόκυο ή η Νέα Υόρκη. Ξεχωρίσαμε συχνά, ανάμεσα στις προβολές των ενίοτε introuvables οπτικοακουστικών δειγμάτων της βραδιάς, την αναφορά της αδρής και πάντα λαμπερής ντίβας σε αυτήν που χαρακτήρισε ως «στρατιωτική πειθαρχία». Την ίδια δωρική αρετή που της υπαγόρευσε ίσως την αποφυγή της άμιλλας με την Κάλλας στην «Τόσκα», ρόλο που, παρεμπιπτόντως, η νεότερη καλλιτέχνις ανέφερε ως απλώς διαφυγόντα της πολυσχιδούς επίδοσής της. Και όμως, η Μπάλτσα συγκαταλέγεται στις ελάχιστες, συμπληρώνουμε εμείς, που, παρακάμπτοντας κάθε συσχετισμό με τη Divina, απέδειξε περίτρανα ότι διέθετε αυτοτελή προσωπικό και καλλιτεχνικό εξοπλισμό υποδοχής αυτής της συνέχειας. Γιατί από τα μελοδραματικά της συμφραζόμενα μπορούμε φυσικά να εικάσουμε την εντυπωσιακή Τόσκα της, αν μια τολμηρή διοίκηση της ΕΛΣ τής είχε παράσχει το προστατευτικό πλαίσιο απόπειρας του ρόλου, όπως το έπραξε, στη δεύτερη πατρίδα της, την Ελβετία, η Όπερα της Ζυρίχης για την παραπλήσια «Φεντόρα» του Τζορντάνο, στην οποία η Μπάλτσα  θριάμβευσε από κοινού με τον Χοσέ Καρρέρας.

SONY DSC

Ευτυχώς, για την παράσταση της όπερας του Τζάκομο Πουτσίνι, που παρακολουθήσαμε στις 26 Ιανουαρίου στο ΚΠΙΣΝ, την 4η της σειράς, η επώνυμη πρωταγωνίστρια Celia Costea αποδείχθηκε για μιαν ακόμη φορά πραγματικό δώρο Θεού. Η Τόσκα της είναι ένα συνδυαστικό υποκριτικό και φωνητικό επίτευγμα. Λιτή στη φυσικότητα και την αριστοκρατική χάρη της κίνησης, χορταστική στον πλούσιο και θερμό όγκο μιας μεστής, ομοιογενούς και γεμάτης από λατινική θέρμη φωνής, σπαρακτική σε ένα «Vissi d’ arte» αναφοράς για τη φραστική του διαχείριση, την κρεμώδη mezza voce και την εσωτερική ένταση της αξιοπρεπούς οδύνης, η διακεκριμένη υψίφωνος ανταποκρίθηκε επιπλέον αγέρωχα στις λοιπές προκλήσεις του μίσους και της απελπισίας της 2ης  πράξης, διατηρώντας εφεδρείες για τις εκστατικές διακηρύξεις και τις ερωτικές στιχομυθίες της 3ης. Ήταν εν ολίγοις μια χωρίς εκπτώσεις δικαίωση ενός περίπλοκου και απαιτητικού χαρακτήρα του μεγάλου λυρικού δραματολογίου, εγκώμιο που δεν επιφυλάσσουμε απαραιτήτως στη Μετ και στην πρόσφατη διανομή της.

 

 

Πλάι στην Κοστέα στάθηκε επάξια ο Τσέχος τενόρος Pavel Černoch, σκιαγραφώντας έναν Μάριο νεανικό, όμορφο, παρορμητικό και ερωτικό, με χυμώδη λυρικό τόνο σε ένα ρόλο κολακευτικό για τις καλύτερες περιοχές της πλούσιας στα κέντρα φωνής του. Ο Σκάρπια πάλι προϋποθέτει δραματικό βαρύτονο με εκτεταμένη και ασφαλή μεσαία και χαμηλή περιοχή, απαιτήσεις στις οποίες απέτυχε να ανταποκριθεί ο Δημήτρης Τηλιακός με το τεχνητό σκοτείνιασμα της βασικά λυρικής φωνητικής του φύσης. Σε άλλους ρόλους που η ΕΛΣ δεν είχε να ζηλέψει τη Μετ  συμπεριλαμβάνουμε τον ακριβή και εύηχο Τάσο Αποστόλου ως Αντζελόττι και τον σφαιρικά πειστικό Βαγγέλη Μανιάτη ως νεωκόρο, αποτασσόμενο τη συνήθη διαφυγή της γελοιογραφίας. Ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός έμοιαζε να ανακαλύπτει διαρκώς και ιδιωματικά μια παρτιτούρα που γνωρίζει όσο ελάχιστοι, σε συνθήκες αδιατάρακτης ασφάλειας για τους τραγουδιστές. Τέλος, με τη «νουάρ» παραγωγή του Νίκου Σ. Πετρόπουλου να εκπέμπει ένα -εικαστικά και ατμοσφαιρικά-  υποβλητικό αισθητικό στίγμα, η συνολική εμπειρία υπερέβη ακόμη και το διόλου ευκαταφρόνητο άθροισμα των μερών της!