του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Διατρανώνουμε τον θαυμασμό μας για τον Jules Massenet, συνθέτη από τους ελάχιστους που κατέκτησαν και συντήρησαν, εφ’ όρου της 70ετούς ζωής του, την επιτυχία και την ευμάρεια και που, ακριβώς γι’ αυτό, έγινε, όπως ο επίσης αποκαθιστάμενος ομότεχνός του Giacomo Meyerbeer, στόχος φθόνου άλλων, σπουδαίων και μη, συναδέλφων του, με εξάρχουσα μομφή εκείνη τού κομφορμισμού. Αιτίαση την οποία ελάχιστοι πλέον διαιωνίζουν ως -αθεμελίωτη αλλά διόλου αψυχολόγητη- αντίδραση απέναντι στην προσοδοφόρο επιτυχία, που, ας μην το λησμονούμε, και αυτή αποτελεί πάντως -έστω σπανιότερο- ενδεχόμενο κάθε δημιουργικής ζωής. Η αναγέννηση του ενδιαφέροντος για τον Μασσνέ, εντατική από την δεκαετία του 1970 και εντεύθεν, όπως και ένα Festival Massenet, που, από το 1986, οργανώνεται στο επίσης φερώνυμο Grand Théâtre τής κοντινής στη γενέτειρά του γαλλικής πόλης τού Saint-Étienne μάς κατέστησε επαρκώς κοινωνούς μιας εξαιρετικά πολυποίκιλης μελοδραματικής δημιουργίας.
Στο Φεστιβάλ αυτό η έρευνα εκτείνεται και στο ποιητικό υπόβαθρο των έργων τού φλεγματικού στις επίσημες φωτογραφίες του συνθέτη, αναδεικνύοντας την επιμέλεια στην προετοιμασία τους. Έχοντας κερδίσει νωρίς την αναγνώρισή του ως ανατόμου τής γυναικείας ψυχοσύνθεσης, αυτός ο «musicien de la femme» αναμετρήθηκε επάξια και με την ανδρική ευαισθησία, μεταφέροντας στο λυρικό θέατρο τον «Βέρθερο» και αναλαμβάνοντας μάλιστα με παραδειγματική τόλμη την απόκρουση τής προκατάληψης που βάρυνε μελοποιήσεις -ιδίως- έργων του J.W.v.Goethe. Εάν σε αυτές τις συνθήκες προσθέσει κάποιος τον θρίαμβο στη λυρική διαχείριση ενός σχεδόν πλήρως εσωτερικού ψυχογραφήματος, όπως τα επιστολικά «Πάθη τού Νεαρού Βέρθερου», με μια μουσική αξιομνημόνευτα μελωδική, συγκινητική και περίτεχνη, τότε συνειδητοποιεί το πραγματικό μέγεθος αυτού που οι συμπατριώτες του ανάγκασαν να διαφύγει στη Βιέννη (!) για την (γερμανόφωνη) πρεμιέρα!
Η αναβίωση τής φιλικής στον θεατή, κύκνειας παραγωγής τού Σπύρου Ευαγγελάτου από τον έμπειρο και συνετό Ίωνα Κεσούλη, με τα σκηνικά και τα κοστούμια τού Γιώργου Πάτσα ανακατασκευασμένα από την Τότα Πρίτσα και με παρεμβατικούς φωτισμούς από τη Μελίνα Μάσχα, υπηρετήθηκε πολυτελώς από ένα διεθνούς φήμης πρωταγωνιστικό ζεύγος που επέλεξε την Αθήνα για παρθενικές εμφανίσεις του στους ρόλους. Χωρίς την επισφάλεια τού ανοιχτού χώρου στο Ηρώδειο, ο τενόρος Francesco Demuro χάρισε φλογερό και υγιές, αν και φραστικά αδιαφοροποίητο, τραγούδι στην προβληματικής ανταπόκρισης ερωτογραφία τού ονειροπόλου νέου. Απέναντί του η φωνητικά χειμαρρώδης Anita Rachvelishvili, εκ φύσεως επίφοβη Δαλιδά, που, αν και ανορθόδοξη επιλογή, τόνισε εύστοχα την ιδιότητα του ερωτικού «θύτη» τής μοιραία για τον Βέρθερο αμφιταλαντευόμενης Καρλότας. Είναι βέβαιο ότι αμφότεροι θα εκλεπτύνουν τις ερμηνείες τους δια τής τριβής με αυτό το ξεχωριστό μουσικό και ποιητικό κείμενο. Γύρω τους, αναγκαία περιφερικοί αλλά καλοδουλεμένοι χαρακτήρες, όπως ενδεικτικά ο αξιωματούχος πατέρας του έμπειρου Γιάννη Γιαννίση, ο αδρός Νίκος Κοτενίδης στον άχαρο ρόλο τού αρχικά ανύποπτου Αλμπέρ, η δροσερή, αν και σκηνικά διστακτική, Σοφία τής Χρύσας Μαλιαμάνη. Ζωηροί νεοσσοί τής Παιδικής Χορωδίας και η Ορχήστρα τής ΕΛΣ οδηγήθηκαν συνεκτικά από τον γαλλόφωνο Καναδό αρχιμουσικό Jacques Lacombe.