του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Όσοι προσήλθαμε στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» τού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, το αγιοδημητριάτικο βράδυ τού Οκτωβρίου, γνωρίζαμε μεν το από δεκαετιών ηχηρό όνομα τής Viktoria Mullova, τής βιολονίστας που, το 1980, είχε εκτοξευθεί στη φήμη ως νικήτρια τού Διαγωνισμού Σιμπέλιους, πέντε χρόνια πριν από τον ημέτερο, ex aequo «χρυσό», Λεωνίδα Καβάκο. Ελάχιστοι όμως -στοιχηματίζουμε- αναγνώριζαν τον σημαντικό πιανίστα που τη συνόδευσε, τον Σκωτσέζο Alasdair Beatson. Μαζί διεκδίκησαν ένα ποικίλης ύλης πρόγραμμα, με πυρήνα αναμενόμενους πυλώνες, σαν τον Beethoven και τον Schubert, αλλά και με εμβόλιμες αναφορές σε ευρείας αποδοχής μεγέθη μιας πολύ πιο σύγχρονης εποχής, όπως ο Ιάπωνας Toru Takemitsu και ο Εσθονός Arvo Pärt.
Η αθηναϊκή συναυλία ήταν προφανώς προωθητική τού πρόσφατου κοινού δίσκου τους με τρεις σονάτες για πιάνο και βιολί τού Μπετόβεν, δύο από τις οποίες απολαύσαμε en bloc πριν από το διάλειμμα, εντυπωσιασμένοι εξ αρχής από τη χημεία τών ξένων μας και τη σπάνια εντέλεια τού μουσικού αποτελέσματος. Διερωτηθήκαμε ποιο είναι άραγε το μυστικό σημείο συναρμογής μιας καλλιτέχνιδας με την περιπετειώδη και συναρπαστική προϊστορία τής Μούλοβα και ενός παρτεναίρ που το βιογραφικό του εκπλήσσει με την απουσία προσωπικών αναφορών. Μια πρώτη εκτίμηση πιστώνει το βάθος τής συνεργασίας αυτής στις συμπληρωματικά ετερόκλητες, αλλά ολοκληρωμένες, καλλιτεχνικές προσωπικότητες αμφοτέρων, με τη Ρωσίδα να κεφαλαιοποιεί ως εμπειρικό απόσταγμα επιβίωσης την μυθιστορηματική διαφυγή της από την αείποτε ΕΣΣΔ, τους καρποφόρους έρωτές της, μεταξύ άλλων με τον Ιταλό αρχιμουσικό Κλάουντιο Αμπάντο, τις καλλιτεχνικές συμπράξεις της, ακόμη και με τον κοντραμπασίστα γιό τους.
Αυτό το στοιχείο ευτυχούς χρονισμού μιας καλλιτεχνικής συνάντησης αποτέλεσε, κατά την προσωπική μας πρόσληψη, κομβικό θεμέλιο κοινής απελευθέρωσης για τις μνημειώδεις, ελάχιστα βαρύγδουπες, αντιθέτως στίλβουσες εσωτερικότητας μουσικές προσφορές τους. Δροσερή, κλασική, παιγνιώδης, με διακριτικούς πρωτορομαντικούς υπαινιγμούς και χαλαρή αναπνοή αναπτύχθηκε η 4η σονάτα, από τις πλέον χαρακτηριστικές τού κανόνα τών δέκα τού Μπετόβεν. Μια ερμηνεία κυριολεκτικά αποκαλυπτική, ιδίως στο καταληκτικό allegro molto, αγωνιωδών και απρόσμενων ερωτημάτων πίσω από την ψευδαφελή τυποποίηση τής αγωγικής ένδειξης. Και εν προκειμένω, όπως και στην 7η σονάτα που ακολούθησε, είναι αδύνατον να εξαρθεί επαρκώς η συμβολή τού πιανίστα. Ο βελούδινος, ευκίνητος δακτυλισμός του υποστήριξε καίρια μιαν υποβλητική εκτέλεση συνεκτικής φραστικής με παραδειγματική μουσικότητα, λεπταίσθητα διακριτική ανταλλαγή και παραλλήλως, όπως στο εναρκτήριο allegro con brio, ευεπίφορη στην ανάδειξη τής μπετοβενικής συνοφρύωσης και των υπόκωφων κρούσεων τού πεπρωμένου, χωρίς αναχρονιστικές εντάσεις παροξυσμού.
Μετά από παρόμοια κορύφωση, αποτύχαμε να αντιληφθούμε τη σκοπιμότητα τής συνεχούς ροής, μετά το διάλειμμα, τής «Distance de Fée» τού Τακεμίτσου και των «Fratres» τού Παίρτ, επιλογή μάλλον αυθαίρετη, παρεμπιπτόντως συζητήσιμη όπως εκείνη τού Simon Rattle να εκτελεί σε συναυλίες την 6η και 7η συμφωνία τού Σιμπέλιους ως ενιαίο έργο! Ευτυχώς το καταληκτικό τού επίσημου προγράμματος «Rondeau brillant» τού Σούμπερτ έδωσε νέα ευκαιρία στους καλλιτέχνες να αρθούν ενορατικά πάνω και απ’ αυτόν τον παραπλανητικά ανώδυνο τίτλο…