του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Αναζητώντας τον χαμένο «τενόρο» των εγχόρδων της Γεωργιανής Αγγλίας
Αν όντως «ουκ εν τω πολλώ το ευ, αλλ’ εν τω ευ το πολύ», η σημερινή αναδρομή παραπέμπει σε αντίποδες μαζικότητας, όπως αυτή που κατ’ ανάγκην ευαγγελίζονται το Ρωμαϊκό Ωδείον Ηρώδου τού Αττικού και το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, χώροι οι οποίοι, επιπλέον, και παρά τον κραυγαλέο οικουμενικό συμβολισμό τους, είναι απολύτως ακατάλληλοι για τη λόγια μουσική και τις κεφαλαιώδεις ηχητικές της αποχρώσεις. Σήμερα επιστρέφουμε στον εσωτερικό, διαστάσεων «δωματίου», χώρο τής αίθουσας «Δημήτρης Μητρόπουλος» τού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και στο κυριακάτικο μεσημέρι τής 4ης Μαΐου, για την δεύτερη συναυλία ενός μόλις δίπτυχου «κύκλου» γύρω από το violoncello piccolo, τον χαμένο τενόρο των εγχόρδων, όπως το χαρακτηρίζει ο Δήμος Γκουνταρούλης, πρωτεργάτης αυτής τής πλούσιας εκδήλωσης, σε διάρκεια και θρεπτική αξία. Έχοντας υποστεί την ασύγγνωστη πλην αναπόφευκτη απώλεια τής πρώτης βραδιάς, με έργα Μπαχ από τον όντως διάσημο τσελίστα Mario Brunello, που είχε προηγηθεί στις 20 Φεβρουαρίου, αφεθήκαμε με πραγματική δίψα στην μουσική περιήγηση της Γεωργιανής Αγγλίας μέσα από έργα Ιταλών συνθετών της εποχής που έδρασαν στο Λονδίνο, με άξονα την αναζήτηση ταυτότητας και ρεπερτορίου για ένα τετράχορδο, που έχοντας απωλέσει την 5η του χορδή και με τον κατάλληλο χορδισμό, μετατράπηκε σε κάτι οριακό, ανάμεσα σε «τεράστιο» βιολί, ένα violone, και ένα «μικρό» βιολοντσέλο.

Ήταν συναυλία αυτοβιογραφική για τον λάτρη και συλλέκτη παλαιών οργάνων, Έλληνα μουσικό, το μυστηριώδες «παιδικό» του απόκτημα στο εξωτικό Σάο Πάολο τής Βραζιλίας, την εσωτερική φωνή που τον καλούσε να μην παραιτηθεί από τη σταδιακή ανακάλυψη αυτού που κρυβόταν ως αποκατάσταση μουσικού προορισμού τού τετράχορδου, μια συναρπαστική αφήγηση στο προγραμματικό δελτάριο από cd Βραζιλιάνικης κοπής (2010), που, φευ, διέλαθε της προσοχής μας, τότε και εν συνεχεία.
Τα σχόλια τού Γκουνταρούλη πλοήγησαν εκστατικά στον εκφραστικό πλούτο μιας πρώιμης μουσικής δωματίου, ήδη από την 1η σονάτα κύκλου 12 ομοίων, έργ. 5, που παρουσίασε στο Λονδίνο ο Arcangelo Corelli στα 1700. Ήταν μια ισόκυρη, προσωπική και συλλογική, ολιστική επίδοση με τον Γκουνταρούλη στο βιολοντσέλο πίκολο, τον Ανδρέα Λινό στη βιόλα ντα γκάμπα, τον Emmanuelle Forni στο αρχιλαούτο και τη μπαρόκ κιθάρα και τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο στο τσέμπαλο, ένα πραγματικό who-is-who τεχνικής και μουσικής εμπειρογνωμοσύνης στο πεδίο τής λεγόμενης και «αρχαίας» μουσικής, που λειτούργησε μεθυστικά σε μιαν «από τις καλύτερες ακουστικές τού πλανήτη». Η σχέση τού Λονδίνου με το βιολοντσέλο πίκολο επιβεβαιώθηκε τόσο από το 12ο και τελευταίο από τα alletamenti (1714) τού Giuseppe Valentini, με ένα περιπαθές εισαγωγικό adagio και φιλοδοξίες συμφωνικής διαλεκτικής σε κλίμακα δωματίου για την ανάπτυξή του, όσο και από τις 4η και 6η σονάτα έργ. 5 τού Francesco Geminiani, τού «ιδιοσυγκρασιακού» συνθέτη που εγκατέλειψε τη Ρώμη, επειδή η ορχήστρα αδυνατούσε να ακολουθήσει το rubato του, με το adagio τής 6ης πραγματικό μάθημα ευγενούς φραστικής των τεσσάρων, δυσεύρετης εσωτερικότητας. Σπανιότητες τού Caporale και encore τού Κορέλλι ολοκλήρωσαν τη μυσταγωγία!