Σερ Σάιμον και λαίδη Ρατλ στο Ηρώδειο

5

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

Σερ Σάιμον και λαίδη Ρατλ στο Ηρώδειο

Είναι από τους μουσικούς που παρακολουθήσαμε με ενδιαφέρον την εξέλιξή τους επίκαιρα, ήδη από τα νεανικά τους χρόνια. Συντηρούμε ζωηρή την εντύπωση μιας στοιχειώδους πιστότητας βιντεοκασέτας που Βρετανός φίλος και συλλέκτης μάς είχε προωθήσει με τον νεαρό, ζωηρό και ενθουσιώδη Simon Rattle επικεφαλής τής επί μακρόν δικής του City of Birmingham Symphony Orchestra σε μια συγκινητική εκτέλεση τής εκτός αρίθμησης συμφωνίας τού Gustav Mahler «Το Τραγούδι τής Γης» με αλησμόνητους σολίστ έναν ήδη ασπρομάλλη Jon Vickers και μιαν επιβλητική Jessye Norman. Λίγα χρόνια αργότερα, η αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» τού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών μάς επέτρεψε να έλθουμε σε πρώτη επαφή με την καλλονή και την καλλιφωνία τής νεαρής Magdalena Kožená σε θρησκευτικές καντάτες τού Μπαχ που παρουσίαζε το συγκρότημα La Petite Bande υπό τον Sigiswald Kuijken. Δύσκολα θα μπορούσαμε τότε να συνδέσουμε τον μέλλοντα διευθυντή της Φιλαρμονικής τού Βερολίνου με την Τσέχα καλλιτέχνιδα, πολύ περισσότερο την μακρά συμπόρευσή τους σε ζωή και τέχνη.

Περιστοιχισμένοι από την Chamber Orchestra of Europe και σε αναμενόμενη φυσιογνωμική απόσταση από τις νεανικές τους εικόνες, οι δυο τους εμφανίσθηκαν σε ένα πρόγραμμα ενδιαφέρον, αλλά και απαιτητικό ενώπιον ενός Ηρωδείου με προσέλευση προσβλητικά μικρή, αν αναλογισθεί κάποιος όχι μόνο την περιωπή αλλά και την συνεπή ευρωπαϊκή αναφορά των φιλοξενουμένων μας. Η συναυλία τής  30ής Ιουνίου εγκαινιάσθηκε με το σπανίως ανακρουόμενο Scherzo capriccioso του Antonín Dvořák σε μιαν απολαυστικά ψιλοδουλεμένη ανάγνωση που προετοίμασε για το φωνητικό επίκεντρο τής βραδιάς. Η επιλογή των RückertLieder τού Gustav Mahler, περισσότερο βιώσιμη ενδεχομένως σε κλειστό χώρο, δυστυχώς ανέδειξε τα ελλείμματα της μεσοφώνου, όπως την ελλιπή προβολή τής φωνής στο αδηφάγο Ηρώδειο, την συχνά επίπεδη εκφορά, την αδυναμία στη χαμηλή περιοχή, την συγκεχυμένη άρθρωση και μιαν έλλειψη έντασης στην απόδοση τού αδόμενου λόγου, απαραίτητη για την επαρκή λειτουργία τού μαλερικού επιστρώματος της ποίησης. Ιδίως επλήγησαν τα ατμοσφαιρικότερα τρία από τα πέντε τραγούδια, με την κομβική φράση «Ich bin gestorben» στο τελευταίο δυσχερώς ακουστή και σε εξαιρετικές θέσεις.

Πολύ εναργέστερη υπήρξε η απόδοση τής διακεκριμένης σολίστ στα 5 Ουγγρικά δημοτικά τραγούδια τού Béla Bartók: «Η Φυλακή» παρέπεμπε στον «Πύργο τού Κυανοπώγωνα», γκροτέσκα -δίκην Σοστακόβιτς- τα πρώτα «Παντρολογήματα», ανάκληση τής «Rusalka» από το «Παράπονο».

Εξοικείωση με τις επιλογές τού Βρετανού αρχιμουσικού απαίτησε και η εκτέλεση από σύνολο δωματίου, που μάλλον προσιδιάζει σε σερενάτα, στον ίδιο ανοιχτό χώρο, της «Μεγάλης σε ντο μείζονα» συμφωνίας τού Franz Schubert, ενώ και οι ελευθερίες τού μαέστρου σε σχέση με τον ρυθμικό σφυγμό της παρτιτούρας διατάραξαν την ροή τού έργου, ιδιαιτέρως δε στην β’ κίνηση, όταν η κεντρική της παράγραφος έτυχε απότομης και παρατεταμένης πέδησης, χωρίς να επιτυγχάνεται επίταση βάθους στο αποτέλεσμα. Ακόμη και στο ευτυχώς εν πολλοίς αδιατάρακτο από ακκισμούς σκέρτσο, ο ώριμος Ρατλ δεν δίστασε να υπερφορτώσει σχεδόν σκωπτικά την τελευταία ανάκληση τής λικνιστικής μελωδίας του. Τι κρίμα!