του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Βραδιές λήντερ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Νεφέλη Κωτσέλη και Δημήτρης Γιάκας
Σχεδόν δίμηνο χωρίζει τις εκδηλώσεις τής 14ης Ιανουαρίου και τής 19ης Μαρτίου 2025 στην τόσο οικεία και αγαπητή μας αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» τού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, δύο ατομικές συναυλίες από επίλεκτες λυρικές καλλιτέχνιδες τής νεότερης γενιάς σε συνεργασία με δύο πιανίστες ιδιαίτερου βεληνεκούς και πολυσχιδούς εμπειρίας. Όχι άσχετα προς αυτές τις «βραδιές τραγουδιού», η Αίθουσα συνδέεται και με μιαν άλλη πτυχή τής εκεί παρουσίας μας, όχι μόνον δηλαδή ως ανταποκριτή και σχολιαστή, αλλά και ως προσώπου που έτυχε να εισηγηθεί και να επιτύχει την ομόφωνη διάκριση τών μονωδών ως «νέων ή πρωτοεμφανιζόμενων» λυρικών ερμηνευτριών στο πλαίσιο των Βραβείων τής Ενώσεως Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών, θεσμού που ενισχύει επισήμως με την οργανωτική συνεργασία του, από το 1996, ο Δήμος Αθηναίων.
Χαρακτηριστικά μάλιστα για αυτήν την ενδεχομένως έκθετη στον δημόσιο έλεγχο συγκίνησή μας, η πλέον πρόσφατη διάκριση δεν αφορούσε μόνον την εισέτι νεαρότατη και εντυπωσιακά ανερχόμενη μεσόφωνο Νεφέλη Κωτσέλη, αλλά και τον κατά κυριολεξίαν διακεκριμένο συνοδό της στο πιάνο Δημήτρη Γιάκα, τον οποίο η ίδια Επιτροπή έκρινε, επίσης ομοφώνως, ως άξιο τού «Μεγάλου Βραβείου Μουσικής» τού 98ετούς Σωματείου μας, για την «πολυετή, συνεπή, δόκιμη και σεμνή συμβολή του στη μουσική προετοιμασία και την πιανιστική συνοδεία αναρίθμητων παραστάσεων και ατομικών εμφανίσεων τού συνόλου σχεδόν τού λυρικού δυναμικού τής Ελλάδος, καθώς και για τον συχνό προγραμματικό εμπλουτισμό των εκδηλώσεων αυτών λησμονημένες σελίδες από τις παρυφές του ρεπερτορίου», έστω και αν ο υπερβολικά σεμνός μουσικός την απέκρουσε.
Αν και σε παρόμοιο πλαίσιο όμως, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το Liederabend ήλθε πολύ νωρίς για την φέρελπι νεοσσό τού λυρικού μας τοπίου. Παρά την επιτυχία, ως Νέρις στη «Μήδεια» τού Cherubini, κατά την παρθενική λυρική της εμφάνιση στην ΕΛΣ, την σπουδή αυτή διακρίναμε τόσο στην απαιτητική καντάτα «Arianna a Nasso» τού J. Haydn, όπου αισθανθήκαμε νευρικότητα και τονικές επισφάλειες, όσον και, κυρίως, στην παρουσίαση αποκλειστικά μελωδιών τού R.Schumann στο δεύτερο μέρος τού ρεσιτάλ. Συντηρούμε στη μνήμη, επί 40 συναπτά έτη, την επώδυνη εμπειρία en bloc αντιπαράστασης με τραγούδια τού Σούμαν στην Όπερα τής Κολωνίας, ακόμη και με ερμηνεύτρια μυθική προκάτοχο τής Κωτσέλη, την Brigitte Fassbaender. Έστω, λοιπόν, και υπό την σκέπη ενός ιδεωδώς υποστηρικτικού Γιάκα, φρονούμε ότι η μεσόφωνος, που, σημειωτέον, είχε κλείσει την Τελετή Βραβείων στην αίθουσα «Μαρία Κάλλας» των Ολυμπίων με μιαν εντυπωσιακή απόδοση τής άριας «Mon cœur s’ouvre à ta voix» από τον «Σαμψών και Δαλιδά» τού C.Saint–Saens, επέδειξε υπερβολή τόλμης. Και μάλιστα όχι μόνον επειδή ευλόγως δεν έπεισε, σε αυτό το τόσο πρώιμο στάδιο τής πολλά υποσχόμενης σταδιοδρομίας της, για την ωριμότητα ενστερνισμού τού αδόμενου ποιητικού λόγου στα σιβυλλικής εσωτερικότητας, όψιμα (έργ.135), «Ποιήματα τής Βασίλισσας Maria Stuart», αλλά και διότι ο πιο προσιτός σε ευρύτερο κοινό κύκλος «Αγάπη και Ζωή μιας Γυναίκας», έργ. 42, βοά για πιο ελαφρά και ευκίνητη φωνητική διαχείριση…
Χριστίνα Πουλίτση και Βασίλης Βαρβαρέσος
Σε αντίθεση με την Νεφέλη Κωτσέλη τής πρώτης πτήσης προς την διάκριση, έχουν περάσει ήδη χρόνια από τότε που η Χριστίνα Πουλίτση μάς αφύπνισε ως Τζίλντα ονείρου σε παραγωγή τού «Ριγκολέττο» από σκηνής τού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Ήταν η εποχή των πρώτων εκτός Ελλάδος αναθέσεων σε αυτήν που είχαμε αξιολογήσει εξ αρχής ως ελπιδοφόρο «νέα ή πρωτοεμφανιζόμενη» καλλιτέχνιδα, με κορωνίδα το μέρος τής Βασίλισσας τής Νύχτας που την απογείωσε μεμιάς στην εκτίμηση ευρωπαϊκών λυρικών θεάτρων.
Αυτό που δεν απέφυγε η εκλεκτή καλλιτέχνις ήταν η εύλογη -αλλά αμφίστομη ως μάχαιρα- νοσταλγία επαφής με την γενέτειρα χώρα της και τις σχεδόν μονοπωλιακές διοικητικές δομές τού λυρικού της τοπίου, συχνά εκμεταλλευτικού σε πρώτη φάση και, κατ’ ουσίαν, αποκλειστικού σε επόμενη. Μια επαναλαμβανόμενη περίσταση, οικεία ακόμη και σε μάς που δεν επιδιδόμαστε μεν σε «ερευνητικές» ανταποκρίσεις, αλλά αντιμετωπίζουμε, επί δεκαετίες ήδη, την πικρία σημαντικών καλλιτεχνών για την αθόρυβη περιθωριοποίησή τους, που δεν επηρεάζει μόνον προσωπικές διαδρομές, γεγονός διόλου ασήμαντο, αλλά και έχει οδηγήσει στην έλλειψη θιάσου Ελλήνων ικανού να στελεχώσει με ίδιες δυνάμεις οποιαδήποτε διανομή λυρικού έργου. Σε εποχή που ο δημόσιος διάλογος ευλόγως εκτείνεται στην ανάγκη αναθεωρήσεως τού «αναπτυξιακού προτύπου» τής Ελληνικής οικονομίας, αποτελεί προτεραιότητα και η επανεκτίμηση τής μετεξέλιξης τού μοναδικού εθνικού λυρικού θεάτρου σε πολυτελή ξενοδοχειακή μονάδα εκδηλώσεων, χωρίς εγχώρια παραγωγή καλλιτεχνικού δυναμικού ικανού να επωμισθεί άλλους -πλην επικουρικών- ρόλους στις παραστάσεις του.
Διακινδυνεύουμε λοιπόν την εκτίμηση ότι η εμφάνιση τής 19ης Μαρτίου στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» τού ΜΜΑ, βρήκε την Χριστίνα Πουλίτση, ευτυχή νεόκοπη μητέρα, αλλά και κρυολογημένη -κατά δήλωσή της στην διαδικασία των ανκόρ- υψίφωνο, σε παρόμοια καμπή προβληματισμού, αν κρίνουμε και από το εξαιρετικά και -εν μέρει- ανώφελα ριψοκίνδυνο κύκλο μελωδιών που υπερασπίσθηκε στο πρώτο μέρος τής ατομικής της εμφάνισης πλάι στον εν πολλοίς χαρισματικό πιανίστα Βασίλη Βαρβαρέσο. Γιατί η επιλογή των δυσχερέστατων, βοώντων για ορχηστρική συνοδεία και εν τέλει «άχαρων», «Brentano-Lieder» έθεσε σε δοκιμασία έναν φωνητικό μηχανισμό πλασμένο για λυρικότερες αποστολές από πιεστικές ενός μεταβαγκνερικού Richard Strauss. Και μάλιστα σε αναγνωριστική ακόμη φάση καλλιτεχνικής συμπόρευσης των δύο ισχυρής προσωπικότητας ερμηνευτών.
Αν και κατέδειξε ευπρόσδεκτα την προχωρημένη ιδιοποίηση τής Γερμανικής γλώσσας για τον κόσμο τού Lied από την υψίφωνο, γεγονός στο οποίο και η ίδια αναφέρθηκε, ο πρώτος και επίπονος προγραμματικός σταθμός υπονόμευσε απαιτήσεις τού πολύπτυχου εκείνου μετά το διάλειμμα, όπως π.χ. με έλλειψη ελαφράδας τόσο για «Το Αηδόνι και το Ρόδο» τού Saint-Saens όσο και για «Τα Μονοπάτια τού Έρωτα» τού Fr.Poulenc, εσαεί μολυσμένα από την Yvonne Printemps, όπου μάς έλλειψε ένας νοσταλγικός λικνισμός τής φραστικής, τόσο από τη φωνή όσο και από το πιάνο. Παρόμοιες αναχωρήσεις από την κουλτούρα τού σιγανού τραγουδιού και μια χρωματική μονοτονία μόλυναν και την άναρθρη 5η από τις «Bachianas Brasileiras» τού H.Villa-Lobos, λιγότερο την «Vocalise» τού S.Rachmaninov. Ήταν όμως πλέον αργά…
Αναδημοσίευση από την ΑΥΓΗ τής Κυριακής 20+27.04.2025