του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Ντένις Κοζούκιν – ευπρόσδεκτος και εκτός προγράμματος στην Αθήνα
Με σχετικά πρόσφατη -στις 4 Απριλίου 2023- την εμφάνισή του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε σύμπραξη με την τακτική συνεργάτιδά του, τη βιολονίστα Vilde Frang, μάς εξέπληξε ευχαρίστως η είδηση νέας μετάκλησης τού πιανίστα Denis Kozukhin στην θέση της αρχικώς προβλεπόμενης Hélène Grimaud, και μάλιστα ως σολίστ στο «υψηλής τάσης» 1ο από τα 2 κοντσέρτα τού Johannes Brahms. Έχοντας ζωντανή ακόμη την ραδιοφωνικά καταιγιστική αίσθηση συναυλιακών μεθεορτίων τής επικράτησής του στον περιώνυμο Διαγωνισμό «Reine Elisabeth», to 2010, απαιτήθηκε αναδρομή στην προσωπική του ιστοσελίδα, προκειμένου να πιστοποιήσουμε την από ετών Βελγική του υπηκοότητα, αξιοσημείωτα απούσα από αναπαραγωγές τού βιογραφικού του σημειώματος π.χ. από την εταιρεία πιάνων Steinway, με την οποία συνεργάζεται από το 2013. Ίσως επειδή, αντίθετα από άλλους σημαντικούς ομοτέχνους του, ο -και μουσικά- χειμαρρώδης βιρτουόζος αναδέχεται με παράτολμη παρρησία ευθύνης το βαρύ αποτύπωμα που αφήνει στη Ρωσική του καταγωγή ο πόλεμος τής πατρίδας του κατά της Ουκρανίας. Πέρα από την χωρίς μισόλογα, από 175 εβδομάδων ανάρτησή του στην ψηφιακή πλατφόρμα Instagram, όπου δηλώνει ευθαρσώς ότι ο ίδιος «μαζί με εκατομμύρια Ρώσους ανά την υφήλιο» είναι «τρομοκρατημένος από την παρανοϊκή, απάνθρωπη και αδικαιολόγητη εισβολή», διατρανώνει σε συνέντευξή του χωρίς περιστροφές: «Καταδικάζω αυτή την επίθεση και όσους κρύβονται πίσω της. Και συμπάσχω με καθένα από τα θύματα αυτής της παραφροσύνης. Μεγάλωσα στη Ρωσία, την αγαπώ ως πατρίδα μου. Αλλά είναι άλλο πράγμα η χώρα και άλλο το καθεστώς». Συνεπής με τη θέση του αυτή και επ’ ευκαιρία εμφανίσεών του στη Βαρκελώνη τον Μάρτιο τού 2022 ο καλλιτέχνης ανέλαβε επιπλέον την μεγάλου προσωπικού κόστους δέσμευση, υπομνηστική Καζάλς, ότι χωρίς σταθερή ειρήνη δεν θα επανεμφανισθεί στη χώρα προέλευσής του!
Ώριμος πλέον, ο 40χρονος δεξιοτέχνης εφόρμησε ακάθεκτος στο απαιτητικό νεανικό κοντσέρτο τού Μπραμς το βράδυ της 23ης Μαΐου, σε πείσμα συνοδείας του από ορχήστρα δωματίου, έστω και την Camerata Salzburg, εντασσόμενος στην στωικής οπτικής εκτύλιξη τής ορχηστρικής εισαγωγής τού έργου, υπό τον εξάρχοντα G. Guzzo, και αξιοποιώντας κάθε εκφραστική ευκαιρία επίτασης λυρικού εύρους της παρτιτούρας. Το παίξιμό του υπήρξε λυτρωτικά ελεύθερο μεγαλοστομίας, χωρίς να υποβαθμίζει την πάλλουσα από δράμα γραφή, την οποία, ιδίως στο γιγαντιαίο α’ μέρος, υπηρέτησε ισότιμα και στο επίπεδο τού συμφωνικού αφηγήματος και στις απαιτήσεις δακτυλισμού αραχνοΰφαντων ενατενίσεων νοσταλγίας. Ο ήχος του, αρκούντως μυώδης για την κυριαρχία τού χώρου, αναδείχθηκε επαρκώς ουσιώδης και για τις διακριτικές τροπές τού λυρικού αργού μέρους, επισφραγίζοντας σοπενική ευαισθησία στον διάλογο με την Ορχήστρα, προτού εφορμήσει ατάκα στην τελευταία κίνηση, που βρήκε τον μαυροφορεμένο γενειοφόρο με τα πάντα μακριά πυρόξανθα μαλλιά να οδηγεί το σφοδρού ρομαντισμού αριστούργημα σε μια γεμάτη αδρεναλίνη κατάληξη.
Μετά το διάλειμμα ωστόσο, η 1η και μεγαλύτερης διάρκειας από τις 2 σερενάτες τού ιδίου Μπραμς, λειτούργησε ευλόγως αντικλιμακτικά, λόγω τού αντίρροπου όγκου σχηματισμού και αιθούσης, αλλά και της απουσίας μαέστρου από το πόντιουμ…